Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
574 εγγραφές [491 - 500] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιτονική η [epitonikí] Ο29 : (μουσ.) η δεύτερη βαθμίδα της διατονικής κλίμακας.
[λόγ. επι- τονική, θηλ. του τονικός 1]
- επιτόνιο το [epitónio] Ο40 : (λόγ.) το κλειδί μουσικού οργάνου.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιτόνιον]
- επιτόνιση η [epitónisi] Ο33 : ο επιτονισμός.
[λόγ. επιτονι- (δες επιτονίζω) -σις > -ση]
- επιτονισμός ο [epitonizmós] Ο17 : (γλωσσ.) στοιχείο του προφορικού λόγου κατά το οποίο δηλώνεται κτ. (λέξη, φράση κτλ.) με διακυμάνσεις της φωνής.
[λόγ. επι- τόν(ος) -ισμός απόδ. γαλλ. intonation]
- επίτονος ο [epítonos] Ο19 : (συνήθ. πληθ.) (λόγ.) το ξάρτι.
[λόγ. < αρχ. ἐπίτονος]
- επιτόπιος -α -ο [epitópios] Ε6 : 1.που γίνεται επιτόπου, στην ίδια θέση ή περιοχή: Διατάχτηκε επιτόπια έρευνα. Προϊόντα για επιτόπια κατανάλωση. 2. (λόγ.) τοπικός.
επιτόπια & (λόγ.) επιτοπίως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐπιτόπιος· λόγ. < μσν. επιτοπίως < επιτόπι(ος) -ως]
- επιτόπου [epitópu] επίρρ. τοπ. : στον ίδιο τόπο. α. στην ίδια θέση: Οι αιχμάλωτοι εκτελούνταν ~. Tροχάδην ~. Tο λυόμενο σπίτι πρέπει να συναρμολογείται ~. β. στην ίδια περιοχή: Προϊόντα που καταναλώνονται ~. γ. (ως επίθ.) επιτόπιος: ~ έρευνα / δαπάνη.
[λόγ. < ελνστ. φρ. ἐπί τόπου `αμέσως΄ σημδ. γαλλ. sur place]
- επιτούτου [epitútu] & επιτούτο [epitúto] επίρρ. τροπ. : σκόπιμα: Tον έβαλαν στην καλύτερη πολυθρόνα που την είχαν ~ φυλαγμένη γι΄ αυτόν. || επίτηδες: Λέω / κάνω κτ. ~.
[λόγ. φρ. επί τούτο, επί τούτου]
- επιτραπέζιος -α -ο [epitrapézios] Ε6 : που είναι κατάλληλος για να τοποθετείται και να χρησιμοποιείται επάνω σε τραπέζι: Επιτραπέζιο ρολόι / ημερολόγιο. Επιτραπέζιο παιχνίδι και ως ουσ. το επιτραπέζιο. || ειδικά για το τραπέζι του φαγητού: Επιτραπέζια σκεύη, για πιάτα, μαχαιροπίρουνα κτλ. Επιτραπέζια ποτά, που πίνονται κατά την ώρα του φαγητού. ~ οίνος, που προορίζεται για άμεση κατανάλωση. Επιτραπέζια σταφύλια, που είναι κατάλληλα μάλλον για φάγωμα παρά για οινοποίηση.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιτραπέζιος `πάνω σε τραπέζι΄ & σημδ. γαλλ. de table]
- επιτραχήλιο το [epitraxílio] Ο40 : (εκκλ.) το πετραχήλι: Tο ~ είναι διακριτικό των πρεσβυτέρων, το φορούν όμως και οι επίσκοποι.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιτραχήλιον]