Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
574 εγγραφές [161 - 170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επικάρδιο το [epikárδio] Ο40 : (ανατ.) μεμβράνη που καλύπτει εξωτερικά το περικάρδιο.
[λόγ. < νλατ. epicardium < epi- = επι- + αρχ. καρδ(ία) -ium = -ιον]
- επικαρπία η [epikarpía] Ο25 : (νομ.) το εμπράγματο δικαίωμα κάποιου να χρησιμοποιεί ή να εκμεταλλεύεται κτ. ξένο χωρίς όμως να θίγει την ουσία του: Σύσταση / άσκηση / μεταβίβαση / λήξη της επικαρπίας. Παραίτηση από ~. Iσόβια ~. || δικαίωμα επικαρπίας: Σύμφωνα με τη διαθήκη τα παιδιά έχουν την ψιλή κυριότητα του σπιτιού, ενώ η μητέρα έχει όσο ζει την ~ του.
[λόγ. < ελνστ. ἐπικαρπία, αρχ. σημ.: `παραγωγή, κέρδος΄]
- επικάρπιο το [epikárpio] Ο40 : (βοτ.) μεμβράνη που καλύπτει εξωτερικά το περικάρπιο· εξωκάρπιο.
[λόγ. < ελνστ. ἐπικάρπιον]
- επικαρπώνομαι [epikarpónome] Ρ1β & (λόγ.) επικαρπούμαι [epikarpú me] Ρ : (νομ.) έχω την επικαρπία ενός πράγματος: H μητέρα επικαρπώνεται / επικαρπούται την περιουσία.
[λόγ. επι- καρπούμαι και μεταπλ. επικαρπ(ούμαι) -ώνομαι, μτφρδ. αγγλ. usufruct, γαλλ. avoir l΄usufruit]
- επικαρπωτής ο [epikarpotís] Ο7 : (νομ.) αυτός που έχει ορισμένη επικαρπία.
[λόγ. επικαρπω- (δες επικαρπώνομαι) -τής]
- επικασσιτερώνω [epikasiteróno] -ομαι Ρ1 : κάνω επικασσιτέρωση: Επικασσιτερωμένο αντικείμενο, που οι επιφάνειές του έχουν επικασσιτερωθεί. Επικασσιτερωμένα μαγειρικά σκεύη, γανωμένα.
[λόγ. επι- κασσίτερ(ος) -ώ > -ώνω κατά το επιχρυσώνω]
- επικασσιτέρωση η [epikasitérosi] Ο33 : κάλυψη μεταλλικής επιφάνειας με λεπτό στρώμα από κασσίτερο: Mέθοδοι / εργασίες επικασσιτέρωσης. ~ κατόπτρου. H ~ των μαγειρικών σκευών, γάνωμα.
[λόγ. επικασσιτερω- (δες επικασσιτερώνω) -σις > -ση]
- επικαταλλαγή η [epikatalají] Ο29 : (οικον.) 1. η διαφορά μεταξύ της επίσημης και της πραγματικής αξίας ενός νομίσματος. 2. η αμοιβή που εισπράττει η τράπεζα για την ανταλλαγή νομισμάτων.
[λόγ. < ελνστ. ἐπικαταλλαγή `ποσό που πληρώνεται για ανταλλαγή΄]
- επικατάρατος -η -ο [epikatáratos] Ε5 : (λόγ.) καταραμένος.
[λόγ. < ελνστ. ἐπικατάρατος]
- επικείμενος -η -ο [epikímenos] Ε5 : που επίκειται, που πρόκειται σύντο μα να γίνει: Διαδόσεις για δήθεν επικείμενο σεισμό. Ο ~ πόλεμος.
[λόγ. < αρχ. ἐπικείμενος μπε. του ἐπίκειμαι `που βρίσκεται κοντά, πιεστικός΄ κατά τη σημ. της λ. επίκειται]