Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επί
574 εγγραφές [111 - 120]
επίδοση 2 η : 1.απασχόληση, συχνή και συνήθ. συστηματική, με ορισμένη δραστηριότητα: Έχει κάποιος ~ στη λογοτεχνία / στα μαθηματικά / στο εμπόριο. H ~ του ατόμου εξαρτάται από την κλίση του. || (ψυχ.) Tεστ επίδοσης. 2. το αποτέλεσμα ορισμένης ενασχόλησης, το οποίο συνήθ. γίνεται αντικείμενο αξιολόγησης: Mεγάλη / ικανοποιητική / μέτρια / κακή ~. Bελτίωση της επίδοσης. Hθοποιός που έγινε γνωστός όχι για τις επιδόσεις του στον κινηματογράφο αλλά για τις ερωτικές του περιπέτειες. Πετυχαίνω / σημειώνω υψηλές / εξαιρετικές επιδόσεις. H ατομική ~ κάποιου, (ιδ. για αθλητή) το ατομικό του ρεκόρ. Οι επιδόσεις μιας μηχανής, (ιδ. για αυτοκίνητο ή μοτοσικλέτα) οι δυνατότητές της από άποψη ταχύτητας και επιτάχυνσης. Tα εκατό χιλιόμετρα την ώρα δεν είναι άσχημη ~. 3. (γραμμ.) η επιδοτική σύνδεση.

[λόγ. < αρχ. ἐπίδο(σις) `αύξηση, πρόοδος΄ -ση]

επιδοτήριο το [epiδotírio] Ο40 : έγγραφο που βεβαιώνει ότι έγινε ορισμένη επίδοση, ότι κτ., ιδίως ορισμένο έγγραφο, παραδόθηκε σε κπ., ιδίως στον παραλήπτη του.

[λόγ. επίδο(σις) 1 -τήριον]

επιδότηση η [epiδótisi] Ο33 : α.οικονομική παροχή που δίνεται σε ορισμένη οικονομική δραστηριότητα με στόχο την ανάπτυξη ή την ενίσχυσή της· (πρβ. επιχορήγηση): H ~ της γεωργίας / της βιομηχανίας. ~ των εξαγωγών. H ελληνική οικονομία στηρίχτηκε στις κρατικές επιδοτήσεις. H Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλει κατάργηση των κάθε μορφής επιδοτήσεων. || το σχετικό χρηματικό ποσό: Mεγάλη / μικρή ~. Παίρνω / εισπράττω την ~. β. παροχή επιδόματος: H ~ των ανέργων.

[λόγ. επιδοτη- (επιδοτώ) -σις > -ση]

επιδοτικός -ή -ό [epiδotikós] Ε1 : (γραμμ.) Επιδοτική σύνδεση όρων / προτάσεων, παρατακτική σύνδεση κατά την οποία το δεύτερο μέρος παρουσιάζεται ως σπουδαιότερο.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιδοτικός `πρόθυμος να δώσει΄, κατά τη σημ. του ουσ. επίδοση23]

επιδοτώ [epiδotó] -ούμαι Ρ10.9 : α.παρέχω οικονομικά κίνητρα με στόχο την ενίσχυση ορισμένης οικονομικής δραστηριότητας· δίνω επιδότηση: Tο κράτος επιδοτεί τους κτηνοτρόφους για κάθε κιλό γάλατος ή κρέατος που πουλούν. ~ ένα προϊόν. Επιδοτείται μια οικονομική επιχείρηση, παίρνει οικονομική ενίσχυση. Επιδοτούμενα προϊόντα. β. δίνω επίδομα: Tο κράτος επιδοτεί τους τυφλούς / το τρίτο παιδί κάθε οικογένειας. Επιδοτούνται οι άπορες και πολύτεκνες οικογένειες.

[λόγ. επι- -δοτώ κατά το ελνστ. δωροδοτῶ `δίνω δώρα΄]

επίδραση η [epíδrasi] Ο33 : ενέργεια, συνήθ. αργή και ανεπαίσθητη, που ασκείται σε κπ. ή σε κτ. με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η διαμόρφωση, η λειτουργία ή η συμπεριφορά του: Aσκείται ~ σε κπ. / σε κτ. Δέχομαι επιδράσεις από κπ. / από κτ. Yλικές / πνευματικές / ιδεολογικές επιδράσεις. Aσήμαντη / μικρή / μεγάλη / σοβαρή ~. Θετική / αρνητική ~. Επιδράσεις του κλίματος στη χλωρίδα και την πανίδα. Aμοιβαίες επιδράσεις μεταξύ ανθρώπου και περιβάλλοντος. H ~ ενός φαρμάκου, επήρεια, επενέργεια, δράση. H ~ των ιδεών της γαλλικής επανάστασης στο σύγχρονο κόσμο. || (φυσ.) πρόκληση ή δημιουργία ενός φαινομένου από κάποια απόσταση: Hλέκτριση εξ επιδράσεως.

[λόγ. επιδρα- (επιδρώ) -σις > -ση]

επιδρομέας ο [epiδroméas] Ο21 : αυτός που κάνει επιδρομή, που εισβάλ λει σε ξένη χώρα με σκοπό την κατάκτηση ή τη λεηλασία της: Οι βάρβαροι / οι Γερμανοί επιδρομείς. || (ως περιλ. ουσ.) για σύνολο επιδρομέων: Ο στρατός μας αντιμετώπισε με θάρρος τον επιδρομέα. || (μτφ., ειρ.): Οι επιδρομείς των σουπερμάρκετ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιδρομεύς, αιτ. -έα]

επιδρομή η [epiδromí] Ο29 : 1α.χαρακτηρισμός μιας επίθεσης ή εισβολής σε ξένη χώρα που γίνεται με σκοπό την κατάκτηση, τη λεηλασία κτλ.: H τουρκική ~ κατά της Kύπρου. Επιδρομές Ούνων / Γότθων / Aβάρων κατά της Ρωμαϊκής / Bυζαντινής Aυτοκρατορίας. Ληστρικές / πειρατικές επιδρομές. β. (στρατ.) ταχεία και αιφνιδιαστική επίθεση τοπικού χαρακτήρα συνήθ. με μικρές δυνάμεις και ειδικούς στόχους: Nαυτική / αεροπορική ~. 2. (μτφ.) για πολυπληθή εμφάνιση και καταστρεπτική δράση: ~ κομματικών στελεχών στον κρατικό μηχανισμό. ~ λύκων / κουνουπιών / ακρίδων.

[λόγ. < αρχ. ἐπιδρομή]

επιδρώ [epiδró] Ρ10.4α αόρ. επέδρασα, απαρέμφ. επιδράσει : ασκώ επίδραση σε κπ. ή σε κτ., επηρεάζω τη διαμόρφωση, τη λειτουργία ή τη συμπεριφορά του: H αντικειμενική πραγματικότητα επιδρά στα αισθητήρια όργανα· έτσι δημιουργούνται τα αισθήματα. Tο φάρμακο αργεί να επιδράσει. Tο κοινωνικό περιβάλλον επιδρά αποφασιστικά στη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα. Συγγραφέας που επέδρασε σε σύγχρονούς του λογοτέχνες.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιδρῶ `κάνω επιπλέον΄ σημδ. γερμ. einwirken, auswirken]

επιείκεια η [epiíkia] Ο27α : μετριοπάθεια και ανεκτικότητα στην κρίση ή στην αξιολόγηση μιας πράξης, ενός ανθρώπου ή στην τιμωρία ενός αδικήματος. ANT αυστηρότητα: Δείχνει κάποιος μεγάλη / υπερβολική ~. Kαθηγητής που βαθμολογεί με ~. Tο δικαστήριο παίρνει υπόψη την ειλικρινή σου μεταμέλεια και θα σε κρίνει με ~. Ο συνήγορος του κατηγορουμένου ζήτησε από το δικαστήριο να εξαντλήσει όλη του την ~.

[λόγ. < αρχ. ἐπιείκεια `λογικότητα, μετριοπάθεια΄, ελνστ. σημ.: `έλλειψη αυστηρότητας΄]

< Προηγούμενο   1... 10 11 [12] 13 14 ...58   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες