Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επίχειρα τα [epíxira] Ο40 : (λόγ.) η τιμωρία για κτ. κακό, ιδίως για ορισμένη κακή πράξη: Tα ~ της προδοσίας / της κακίας κάποιου. Έλαβε / εισέπραξε κάποιος τα ~, τιμωρήθηκε για κτ.
[λόγ. < αρχ. ἐπίχειρα]