Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίχειρα
1 εγγραφή
επίχειρα τα [epíxira] Ο40 : (λόγ.) η τιμωρία για κτ. κακό, ιδίως για ορισμένη κακή πράξη: ~ της προδοσίας / της κακίας κάποιου. Έλαβε / εισέπραξε κάποιος τα ~, τιμωρήθηκε για κτ.

[λόγ. < αρχ. ἐπίχειρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες