Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επίσης [epísis] επίρρ. τροπ. : 1.απάντηση με την οποία ο ομιλητής ανταποδίδει στο συνομιλητή του την ευχή που πρώτος του έκανε: Kαλό μεσημέρι / βράδυ. -Ευχαριστώ πολύ, ~. ~ σας εύχομαι και εγώ καλό καλοκαίρι! 2. προσθέτει ένα επιπλέον αλλά ισοδύναμο με τα προηγούμενα στοιχείο: Kαι ο αδελφός του ~ είναι καθηγητής. Xρειάζεται αίτηση καθώς ~ και μια υπεύθυνη δήλωση, ακόμη. 3. στη θέση μεταβατικού συνδέσμου προσθέτει μία επιπλέον ισότιμη ή σοβαρότερη πληροφορία· επιπλέον, ακόμη, συν τοις άλλοις: ~ σας θυμίζω ότι
[λόγ. < αρχ. φρ. ἐπ΄ ἴσης `παρόμοια με, εξίσου΄ & σημδ. γαλλ. également, de même]