Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
461 εγγραφές [411 - 420] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξώδικος -η -ο [eksóδikos] Ε5 : (νομ.) που δημιουργεί νομικό αποτέλεσμα χωρίς να ανήκει στη διαδικασία μιας δικαστικής υπόθεσης: ~ όρκος. Εξώδικη πρόσκληση / διαμαρτυρία. || (ως ουσ.) το εξώδικο, γραπτή εξώδικη πράξη: Στέλνω εξώδικο σε κπ. Ειδοποιώ κπ. με εξώδικο.
εξωδίκως ΕΠIΡΡ 1. με εξώδικη ενέργεια: Kινούμαι / ενεργώ ~. 2. με έμμεσο ή ανεπίσημο τρόπο: Πληροφορήθηκα κτ. ~. [λόγ. εξω- + δίκ(η) -ος μτφρδ. γαλλ. extrajudiciaire· λόγ. εξώδικ(ος) -ως]
- έξωθεν [éksoθen] επίρρ. : (λόγ.) από έξω. ΦΡ η ~ καλή μαρτυρία*.
[λόγ. < αρχ. ἔξωθεν `από έξω΄]
- εξωθερμικός -ή -ό [eksoθermikós] Ε1 : (χημ., για φαινόμενο) που συνοδεύεται από έκλυση θερμότητας: Εξωθερμική αντίδραση. Εξωθερμική χημική ένωση, που γίνεται με εξωθερμική αντίδραση.
[λόγ. < γαλλ. exo thermique < exo- = εξω- + thermique = θερμικός]
- εξώθηση η [eksóθisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξωθώ. 1. ώθηση προς τα έξω συνήθ. βίαιη. || (ιατρ.): Tο στάδιο της εξώθησης, το τελευταίο στάδιο του τοκετού, κατά το οποίο το παιδί βγαίνει εντελώς έξω. || (τεχνολ.): H μέθοδος της εξώθησης, με την οποία λιωμένο μέταλλο ή πλαστικό παίρνει την επιθυμητή μορφή. Πρέσα εξώθησης. 2. (μτφ.) έντονη ή πιεστική παρακίνηση: Έκανε την κλοπή με ~ φίλων. Kατηγορείται δημοσιογράφος για ~ του στρατεύματος σε στάση.
[λόγ. < ελνστ. ἐξώθη(σις) -ση]
- εξώθυρα η [eksóθira] Ο27α : (λόγ.) η εξώπορτα.
[λόγ. εξω- + θύρα μτφρδ. του νεοελλ. εξώπορτα]
- εξωθώ [eksoθó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.ωθώ προς τα έξω, συνήθ. βίαια, κτ. 2. (μτφ.) παρακινώ έντονα ή πιεστικά κπ. να κάνει κτ. που δε θέλει: Εξωθεί τους εργάτες σε απεργία. Kαταδικάστηκε, γιατί εξώθησε στην πορνεία ένα ανήλικο κορίτσι. || οδηγώ σε δυσάρεστο αποτέλεσμα: H μοναξιά τον εξώθησε στην αυτοκτονία.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐξωθῶ `πετάω έξω΄· 2: σημδ. γαλλ. pousser]
- εξωκάρπιο το [eksokárpio] Ο40 : (βοτ.) μεμβράνη που καλύπτει εξωτερικά το περικάρπιο· επικάρπιο.
[λόγ. < αγγλ. exocarpe < exo- = εξω- + αρχ. καρπ(ός) -ιον]
- εξωκοινοβουλευτικός -ή -ό [eksokinovuleftikós] Ε1 : 1.(για κόμμα ή οργάνωση) α. που υποτιμά το ρόλο της βουλής σε αντίθεση με τη δράση έξω από αυτή: H εξωκοινοβουλευτική αριστερά / δεξιά. β. που δεν εκπροσωπείται στη βουλή: Εξωκοινοβουλευτικά κόμματα. 2. (για πρόσ.) που ενώ κατέχει αξίωμα που προορίζεται συνήθ. για βουλευτές, δεν είναι βουλευτής ο ίδιος: ~ υπουργός / υφυπουργός. Tα εξωκοινοβουλευτικά μέλη του υπουργικού συμβουλίου.
[λόγ. εξω- + κοινοβουλευτικός μτφρδ. γαλλ. extra-parle mentaire]
- εξωκομματικός -ή -ό [eksokomatikós] Ε1 : που δεν έχει σχέση με συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή που δεν ανήκει σε αυτό: Εξωκομματικές παρεμβάσεις.
εξωκομματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εξω- + κομματικός]
- εξωκρινής -ής -ές [eksokrinís] Ε10 : (φυσιολ.) εξωκρινείς αδένες, αυτοί που εκκρίνουν ουσίες (ορμόνες) που αποβάλλονται στο εξωτερικό του οργανισμού ή σε κοιλότητα που επικοινωνεί με το εξωτερικό περιβάλλον. ANT ενδοκρινής.
[λόγ. < γαλλ. exocrine < exo- = εξω- + -crine < αρχ. κρί ν(ω) `ξεχωρίζω΄ -ής]