Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξ
461 εγγραφές [31 - 40]
εξάδυμος -η -ο [eksáδimos] Ε5 : που γεννήθηκε μαζί με άλλα πέντε αδέλφια από την ίδια εγκυμοσύνη: Εξάδυμα αδέλφια. || (ως ουσ.): Γέννησε εξάδυμα.

[λόγ. εξα- + -δυμος κατά τα δίδυμος, τρίδυμος]

εξαεδρικός -ή -ό [eksaeδrikós] Ε1 : που έχει σχήμα εξαέδρου.

[λόγ. εξάεδρ(ον) -ικός]

εξάεδρος -η -ο [eksáeδros] Ε5 : (μαθημ.) (για γεωμετρικό σώμα) που έχει έξι επιφάνειες. || (ως ουσ.) το εξάεδρο, γεωμετρικό σώμα με έξι έδρες: Kανονικό εξάεδρο. Ο κύβος είναι κανονικό εξάεδρο.

[λόγ. < ελνστ. ἑξάεδρος]

εξαερίζω [eksaerízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω εξαερισμό.

[λόγ. εξ- αερ- (δες αέρας) -ίζω μτφρδ. του νεοελλ. αερίζω (πρβ. μσν. εξαερίζω `εξατμίζω΄ ίδ. ετυμ.)]

εξαεριούμαι [eksaeriúme] Ρ : (λόγ.) εξαεριώνομαι: Στερεό σώμα που κάτω από κατάλληλες συνθήκες εξαεριούται.

[λόγ. εξ- αέρι(ον) -ούμαι (δες στο εξαεριώνω)]

εξαερισμός ο [eksaerizmós] Ο17 : ανανέωση του αέρα ενός κλειστού χώρου, απομάκρυνση αυτού που ήδη υπάρχει και εισροή καθαρού: Φυσικός ~. Tεχνητός ~, που γίνεται με ειδικά μηχανήματα τα οποία δημιουργούν ρεύμα αέρα. Σωλήνας / εγκατάσταση εξαερισμού. Ο ~ της κουζίνας / μιας αίθουσας / μιας σήραγγας. ~ των στοών ενός ορυχείου.

[λόγ. εξαερισ- (εξαερίζω) -μός]

εξαεριστήρας ο [eksaeristíras] Ο2 : ηλεκτρικό μηχάνημα εξαερισμού που διαθέτει φτερωτή και τοποθετείται σε ειδικό άνοιγμα του τοίχου από όπου απομακρύνει προς τα έξω τον αέρα.

[λόγ. εξαερισ- (εξαερίζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. (ventilateur-)aérateur]

εξαεριστικός -ή -ό [eksaeristikós] Ε1 : που χρησιμεύει για εξαερισμό.

[λόγ. εξαερισ- (εξαερίζω) -τικός]

εξαεριώνω [eksaerióno] -ομαι Ρ1 : μεταβάλλω ένα σώμα, ιδίως στερεό, σε αέρα ή αέριο.

[λόγ. εξ- αέρι(ον) -ώ > -ώνω απόδ. γαλλ. gazéifier]

εξαερίωση η [eksaeríosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαεριώνω.

[λόγ. εξαεριω- (δες εξαεριώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...47   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες