Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξ
461 εγγραφές [111 - 120]
εξαπατώ [eksapató] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : επωφελούμαι από την αφέλεια ή την ευκολοπιστία κάποιου και με δόλο τον κάνω να πιστέψει αυτό που επιδιώκω: Tην εξαπάτησε με ψεύτικες υποσχέσεις. || (ειδικότ.) για παράνομη ενέργεια: Εξαπάτησε τον ταμία της τράπεζας και πήρε χρήματα με ξένο βιβλιάριο καταθέσεων.

[λόγ. < αρχ. ἐξαπατῶ]

εξαπίνης [eksapínis] επίρρ. : (λόγ.) απροσδόκητα, συνήθ. στη λόγια έκφραση καταλαμβάνω* κπ. ~.

[λόγ. < αρχ. ἐξαπίνης]

εξαπλασιάζω [eksaplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. εξαπλάσιο από ό,τι ήταν.

[λόγ. < ελνστ. ἑξαπλασιάζω]

εξαπλασιασμός ο [eksaplasiazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαπλασιάζω.

[λόγ. εξαπλασιασ- (εξαπλασιάζω) -μός]

εξαπλάσιος -α -ο [eksaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι έξι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο: H μία επιφάνεια είναι εξαπλάσια από την άλλη. Kερδίζει εξαπλάσια (χρήματα) από εμένα. || (ως ουσ.) το εξαπλάσιο: Aυξήθηκε στο εξαπλάσιο. εξαπλάσια ΕΠIΡΡ: Kοστίζει ~ από πέρυσι.

[λόγ. < αρχ. ἑξαπλάσιος]

εξάπλευρος -η -ο [eksáplevros] Ε5 : που έχει έξι πλευρές: Εξάπλευρο σχήμα, εξάγωνο. Εξάπλευρο σώμα, εξάεδρο. || (ως ουσ.) το εξάπλευρο, για εξάπλευρο σχήμα ή σώμα.

[λόγ. < ελνστ. ἑξάπλευρος]

εξαπλός -ή -ό [eksaplós] Ε1 αριθμτ. πολλαπλ. : 1α.που αποτελείται από έξι μέρη: Εξαπλό σκοινί. β. που γίνεται έξι φορές διαδοχικά: Εξαπλή σύγκρουση. 2. που είναι έξι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από έναν άλλον· εξαπλάσιος. εξαπλά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ή ελνστ. ἑξαπλ(οῦς) μεταπλ. -ός για προσαρμ. στη δημοτ.]

εξαπλώνω [eksaplóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.) : α.αυξάνω τη γεωγραφική έκταση που καλύπτει κτ., προκαλώ εξάπλωση, επεκτείνω: Ο ελληνισμός εξαπλώθηκε σε όλη τη Mεσόγειο με την ίδρυση αποικιών. || (παθ.) εμφανίζομαι σε περισσότερες περιπτώσεις, αποκτώ ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις: H επιδημία εξαπλώθηκε με γοργούς ρυθμούς στον πολιορκημένο πληθυσμό. β. κάνω κτ. γνωστό ή αποδεκτό από περισσότερους ανθρώπους· διαδίδω: Ο χριστιανισμός εξαπλώθηκε ταχύτατα στα πλαίσια της Ρωμαϊκής Aυτοκρατορίας.

[λόγ. < ελνστ. ἐξαπλ(ῶ) -ώνω]

εξάπλωση η [eksáplosi] Ο33 : α.αύξηση της γεωγραφικής έκτασης που καλύπτει ή γενικά επηρεάζει κτ.· επέκταση: H ~ του ελληνισμού κατά την αρχαιότητα / των Tούρκων κατά τις αρχές των νέων χρόνων. || αύξηση των περιπτώσεων και ιδίως των κρουσμάτων: H ~ μιας επιδημίας / των ναρκωτικών. β. αποδοχή από περισσότερους ανθρώπους· διάδοση: H ~ μιας θρησκείας / μιας ιδεολογίας.

[λόγ. < ελνστ. ἐξάπλω(σις) `ξετύλιγμα΄ -ση κατά τη σημ. του εξαπλώνω]

εξαποδώ ο [eksapoδó] & οξαποδώ ο [oksapoδó] Ο (άκλ.) : (λαϊκότρ.) ονομασία του διαβόλου, η οποία χαρακτηρίζεται από ευφημιστική και αποτρεπτική διάθεση: Άι στον ~. Ο ~ τον έβαλε να κάνει το κακό.

[φρ. έξ(ω) από δω, όξ(ω) από δω]

< Προηγούμενο   1... 10 11 [12] 13 14 ...47   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες