Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξώπορτα η [eksóporta] Ο27α : η πόρτα που οδηγεί έξω από ορισμένο κλειστό χώρο, ιδίως κτίριο, σε αντίθεση με εκείνη που συνδέει εσωτερικούς χώρους· (πρβ. είσοδος): H ~ του σπιτιού. H ~ της αυλής, αυλόπορτα. H ~ της πολυκατοικίας. H ~ του διαμερίσματος, που οδηγεί στον κοινόχρηστο διάδρομο. Οι κλέφτες μπήκαν στο διαμέρισμα από ένα άνοιγμα που έκαναν στην εξώπορτα.
[μσν. εξώπορτα < εξω- + πόρτα]