Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξπρεσιονισμός ο [ekspresionizmós] Ο17 : καλλιτεχνική τεχνοτροπία, ιδίως στις εικαστικές τέχνες, που χαρακτηρίζεται από έμφαση στην έκφραση του ψυχικού κόσμου και αδιαφορία για την αντικειμενική πραγματικότητα: Θεμελιωτές / οπαδοί του εξπρεσιονισμού. Ο ~ στη ζωγραφική / στη γλυπτική. Γερμανικός / φλαμανδικός ~. Ο ~ στη λογοτεχνία / στο θέατρο / στον κινηματογράφο.
[λόγ. < γαλλ. expressionisme (-isme = -ισμός)]