Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξαρτώ [eksartó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : 1.θεωρώ ότι κτ. υπάρχει ή πραγματοποιείται εξαιτίας ορισμένου παράγοντα: Εξαρτά την ευτυχία μόνο από το χρήμα. Εξαρτά τη νίκη από την αριθμητική υπεροχή. || (παθ.) επηρεάζεται η ύπαρξη, η πραγματοποίηση ή η εξέλιξή μου από κτ.: Οι μετεκλογικές εξελίξεις θα εξαρτηθούν από το αποτέλεσμα των εκλογών. H προαγωγή του εξαρτάται από το ήθος και την εργατικότητά του. || (παθ., στο γ' πρόσ.): Εξαρτάται! / θα εξαρτηθεί!, είναι ενδεχόμενο, ανάλογα με τις περιστάσεις (ελλιπής πρόταση ως απάντηση σε ερώτημα αν θα γίνει κτ.): Θα ιδωθούμε αύριο; Εξαρτάται! 2. (παθ.) α. βρίσκομαι υπό τη δικαιοδοσία ή την εξουσία κάποιου άλλου: Δεν εξαρτώμαι από κανέναν· μόνο από τον εαυτό μου. Tο μετόχι εξαρτάται πάντοτε από ένα μοναστήρι, ανήκει. Xώρα που εξαρτάται οικονομικά / πολιτικά / στρατιωτικά από μία άλλη. Οι νομάρχες εξαρτώνται από το υπουργείο εσωτερικών. β. (γραμμ.): Εξαρτάται μια λέξη από μια άλλη, δέχεται την ενέργειά της ή γενικότερα συμπληρώνει το νόημά της: Tο αντικείμενο εξαρτάται από το ρήμα. Εξαρτημένη πρόταση, η δευτερεύουσα πρόταση. 3. (μππ.) α. (μαθημ.) που η τιμή του εξαρτάται από την τιμή κάποιου άλλου μεγέθους: Εξαρτημένη μεταβλητή. Εξαρτημένες συναρτήσεις. β. (ψυχ.): Εξαρτημένο αντανακλαστικό, αυτόματη αντίδραση του οργανισμού όχι σε ένα κανονικό ερέθισμα αλλά σε ένα ερέθισμα που έχει συνδεθεί από πριν με αυτό. γ. που έχει εθιστεί στα ναρκωτικά: Εξαρτημένα άτομα.
[λόγ. < αρχ. ἐξαρτῶ `κρεμώ΄, ἐξαρτῶμαι `κρέμομαι, εξαρτώμαι΄ & σημδ. γαλλ. dépendre]