Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξανθρωπίζω [eksanθropízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.βελτιώνω κπ., ιδίως από ηθική άποψη, δίνοντάς του τα χαρακτηριστικά που θεωρείται ότι ταιριάζουν στον άνθρωπο: H μόρφωση / η τέχνη / η εργασία εξανθρωπίζει τον άνθρωπο. 2. βελτιώνω κτ. έτσι ώστε να πάψει να είναι απάνθρωπο: Είναι ανάγκη να εξανθρωπιστεί το περιβάλλον των σύγχρονων μεγαλουπόλεων.
[λόγ. < αρχ. ἐξανθρωπίζω]