Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενεργός
1 εγγραφή
ενεργός -ός / -ή -ό [enerγós] Ε16 : 1.(για πρόσ.) που ενεργεί, δρα, για να πετύχει αποτέλεσμα και δεν έχει παθητική στάση ή συμπεριφορά. ANT ανενεργός: Tα ενεργά μέλη ενός συλλόγου· (πρβ. δραστήριος). Ενεργοί πολίτες. ANT παθητικός: Ο οικονομικά ~ πληθυσμός, εργαζόμενοι, επαγγελματίες κτλ. 2. που γίνεται με τρόπο ενεργητικό, δραστήριο: H ~ συμμετοχή των πολιτών στη διαχείριση των κοινών. ANT παθητική. Πήρε ενεργό μέρος σε όλους τους αγώνες. || Aποσύρθηκε από την ενεργό υπηρεσία / πολιτική. 3. (γεωλ.) Ενεργό ηφαίστειο, αυτό στο οποίο έχει σημειωθεί τουλάχιστο μία έκρηξη κατά τους ιστορικούς χρόνους. ANT σβησμένο. ενεργά & (λόγ.) ενεργώς ΕΠIΡΡ ενεργητικά. ANT παθητικά: Συμμετείχε ~ στη συζήτηση.

[λόγ. < αρχ. ἐνεργός, ἐνεργῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες