Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενδοσκόπηση η [enδoskópisi] Ο33 : 1.(ιατρ.) η παρατήρηση, η εξέταση μιας εσωτερικής κοιλότητας του σώματος, μέσο οπτικού σωλήνα εφοδιασμένου με σύστημα φωτισμού: ~ στομάχου, γαστροσκόπηση. ~ βρογχικού δέντρου, βρογχοσκόπηση. ~ με λαπαροσκόπιο, λαπαροσκόπηση. 2. (ψυχ.) η παρατήρηση και η ανάλυση της συνείδησής μας και των ψυχολογικών καταστάσεών μας από εμάς τους ίδιους· αυτοπαρατηρησία: H βασική αντινομία της ενδοσκόπησης είναι ότι περιορίζεται σε προσωπικά βιώματα για να κρίνει φαινόμενα καθολικά.
[λόγ. ενδοσκοπη- (ενδοσκοπώ) -σις > -ση, μτφρδ.: 1: γαλλ. endoscopie < endo- = ενδο- + -scopie = -σκόπησις· 2: γαλλ. introspection]