Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενήλικας
1 εγγραφή
ενήλικας ο [enílikas] Ο5 : ενήλικος άνθρωπος.

[λόγ. < ελνστ. ἐνήλιξ, αιτ. -ικα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες