Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενάντια [enándia] επίρρ. : α.~ σε, σε θέση πρόθεσης, αντίθετα προς την κατεύθυνση κάποιου· κόντρα σε: Πλέαμε ~ στον άνεμο. β. αντίθετα προς τη βούληση, τις επιδιώξεις κάποιου· κόντρα: Mη μου πας ~. Όλο ~ μου πηγαίνεις.
[λόγ. ενάντι(ος) επίρρ. -α (διαφ. το συγγ. αρχ. επίρρ. ἐναντία (ίδ. σημ.) < ουδ. πληθ. του ἐναντίος)]
- ενάντιος -α -ο [enándios] Ε6 λόγ. θηλ. και εναντία : αντίθετος. α. που έρχεται από αντίθετη κατεύθυνση: Ο ~ άνεμος μας εμπόδιζε να μπούμε στο λιμάνι. β. διαφορετικός, αντίθετος εκ διαμέτρου. (απαρχ. έκφρ.) εν εναντία περιπτώσει*. || (ως ουσ.) το ενάντιο, το αντίθετο: Aπ΄ όσα του είπαν, αυτός έκανε τα ενάντια. (λόγ. έκφρ.) μέχρις* αποδείξεως του εναντίου. γ. που αντιτίθεται· αντιτιθέμενος: Έχουν ενάντιες απόψεις. Διαφωνούν, γιατί έχουν ενάντια συμφέροντα. Yπηρετούν συμφέροντα ενάντια προς / με τα δικά μας.
ενάντια* & εναντίον* ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐναντίος με μετακ. τόνου αναλ. προς άλλα επίθ. με τόνο στην προπαραλ.: αδέξιος]