Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμφιλοχωρώ [emfiloxoró] Ρ10.9α : (λόγ.) εισχωρώ, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι κάπου (μέσα ή μεταξύ άλλων), συνήθ. προκαλώντας κτ. κακό, δυσάρεστο κτλ· (πρβ. παρεισφρέω): Kάποια διαφωνία είχε εμφιλοχωρήσει ανάμεσά τους, είχε προκύψει.
[λόγ. < ελνστ. ἐμφιλοχωρῶ `μένω με ευχαρίστηση΄ (συνήθ. για τους δαίμονες στα γήινα)]