Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμπειρισμός ο [embirizmós] Ο17 : 1.το να ενεργεί, να αποφασίζει, να κρίνει κτλ. κάποιος με βάση μόνο την πείρα του, χωρίς θεωρητική γνώση ή εξέταση των πραγμάτων. || ο χαρακτήρας του εμπειρικού. 2. (φιλοσ.) η άποψη ότι κάθε γνώση και κάθε αξία, θεωρητική ή πρακτική, παράγεται από την εμπειρία και βασίζεται σε αυτήν· ότι μοναδική πηγή της γνώσης και κριτήριο της αλήθειας είναι η εμπειρία· εμπειριοκρατία, εμπειριαρχία: Ο γνωσιολογικός ~ αντιτίθεται στον ορθολογισμό. Δογματικός / κριτικός ~.
[λόγ. < γαλλ. empirisme < αρχ. ἐμπειρ(ία) -isme = -ισμός]