Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Ελληνοαμερικάνος ο [elinoamerikános] Ο18 θηλ. Ελληνοαμερικάνα [elinoamerikána] Ο25α : (οικ.) πολίτης των HΠA ελληνικής καταγωγής. || (ως επίθ.): Ελληνοαμερικάνοι γερουσιαστές.
[< Ελληνοαμερικανός με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το Aμερικάνος· Ελληνοαμερικάν(ος) -α]