Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελκύω [elkío] -ομαι Ρ9 λόγ. αόρ. και είλκυσα, απαρέμφ. ελκύσει, παθ. αόρ. ελκύστηκα, απαρέμφ. ελκυστεί : (λόγ.) έλκω, προσελκύω, τραβώ, συνήθ. μτφ. α. ~ το ενδιαφέρον / την προσοχή κάποιου, στρέφω το ενδιαφέρον του, την προσοχή του προς εμένα: Tο ενδιαφέρον των κριτικών είχε ελκυστεί από το πρώτο ήδη δημοσίευμά του. β. προσελκύω, θέλγω, γοητεύω, σαγηνεύω κπ.: Aπό όσα άλλοτε θεωρούσα θαυμάσια και ωραία τίποτα πια δε με ελκύει. Tον ελκύουν τα ωραία της μάτια.
[λόγ. < μσν. ελκύω μεταπλ. του αρχ. ἕλκω κατά το μέλλ. ἑλκύσω & σημδ. γαλλ. attraire, attirer]