Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελέω [eléo] επίρρ. : α.στην απαρχαιωμένη έκφραση ~ Θεού, φράση συνοδευτική τίτλου ανώτατου κληρικού ή μονάρχη, η οποία δήλωνε ότι η εξουσία του πηγάζει από το Θεό. β. σε περιπτώσεις που η στενή σχέση με ισχυρά πρόσωπα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ευνοϊκή αντιμετώπιση: ~ θείου έγινε προϊστάμενος. γ. σε περιπτώσεις που επικαλούμαστε κπ. ή κτ., για να πραγματοποιήσουμε το σκοπό μας: ~ εκδημοκρατισμού των ενόπλων δυνάμεων προχώρησε σε μαζικές αποστρατείες αξιωματικών.
[λόγ. < μσν. φρ. ελέω Θεού & σημδ. μσνλατ. Dei gratia (στη σημ. α) < αρχ. ἐλέῳ δοτ. του ουσ. ἔλεος (δες λ.)]
- ελεώ [eleó] Ρ10.9α απαρχ. τ. προστ. αορ. ελέησον* & ελεούμαι [eleúme] Ρ10.9β : 1.αισθάνομαι έλεος, οίκτο, συμπόνοια για κπ., τον λυπάμαι, τον ευσπλαχνίζομαι και γι΄ αυτό τον βοηθώ: ~ / ελεούμαι κπ. Ελέησέ μας και σώσε μας απ΄ το κακό. Ποιος θα ελεηθεί τη δύστυχη μάνα; 2. δίνω ελεημοσύνη σε κπ.: Ελεήστε με τον αόμματο / το φτωχό. 3. (σπάν.) ελεούμαι, έχω τον οίκτο, τη συμπόνοια άλλων για μένα, τη συμπαράσταση και τη βοήθειά τους: Aυτοί που ελεούν τους άλλους, αυτοί και θα ελεηθούν.
[λόγ. < αρχ. ἐλεῶ, ἐλεοῦμαι]