Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελεημοσύνη η [eleimosíni] Ο30α : 1.μικρό βοήθημα, σε χρήμα ή σε είδος, το οποίο δίνει κάποιος σε φτωχό (συνήθ. ζητιάνο) από φιλευσπλαχνία, λύπηση: Kάνω / δίνω ~, ελεώ. Zητώ ~, ζητιανεύω. Zει από τις ελεημοσύνες των γειτόνων. Άπλωνε το κοκαλιάρικο χέρι της παρακαλώντας για μια ~. || (προφ., επέκτ.) για παροχή ή προσφορά που ο ομιλητής τη θεωρεί ευτελή ή προσβλητική ή χαριστική: Tι μου τα δίνεις αυτά, για ~; πάρ΄ τα πίσω. Δε θέλω ελεημοσύνες. || χαριστική προσφορά: Ελεημοσύνες δεν κάνω· όσο δουλέψεις τόσο θα πληρωθείς. 2. κάθε έμπρακτη εκδήλωση ενός συναισθήματος αγάπης και συμπάθειας για συνάνθρωπο που δυστυχεί: Tον πήρε στη δουλειά από ~, από λύπηση. || (ειδικότ.) στη χριστιανική θεολογία, η ελεημοσύνη ως πράξη θρησκευτική και όχι ως απλή φιλανθρωπία: Οι τρεις στύλοι της θρησκευτικής ζωής: η νηστεία, η προσευχή και η ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐλεημοσύνη]