Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελεγκτής ο [eleŋgtís] Ο7 θηλ. ελέγκτρια [eléŋgtria] Ο27 : πρόσωπο (υπάλληλος) επιφορτισμένο να ελέγχει πράξεις άλλων (την εκτέλεση και τον τρόπο εκτέλεσης μιας υποχρέωσης, εργασίας κτλ.): Ο ~ τού ζήτησε το εισιτήριο. H κυβέρνηση τον διόρισε ελεγκτή στην τράπεζα. || (ειδ.): ~ εναέριας κυκλοφορίας, υπάλληλος αεροδρομίου αρμόδιος να ελέγχει και να ρυθμίζει την πορεία, την προσγείωση και την απογείωση αεροσκαφών.
[λόγ. ελεγκ- (δες ελέγχω) -τής (πρβ. αρχ. ἐλεγκτήρ `που καταδικάζει ή ερευνά΄)· λόγ. ελεγκ(τής) -τρια]
- ελεγκτικός -ή -ό [eleŋgtikós] Ε1 : σχετικός με τον έλεγχο, αρμόδιος, εντεταλμένος να ασκεί έλεγχο: Ελεγκτικά όργανα της διοίκησης. Ελεγκτικό συμβούλιο. Ελεγκτική επιτροπή, επιτροπή ελέγχου. || (ειδ.): Ελεγκτικό Συνέδριο, διοικητική αρχή, με δικαστική δομή και οργάνωση, που ελέγχει τη διαχείριση των δημόσιων προσόδων. || (ως ουσ.) η ελεγκτική, κλάδος της οικονομικής επιστήμης που μελετά τις αρχές και τους κανόνες που πρέπει να διέπουν τους οικονομικούς ελέγχους.
[λόγ. < αρχ. ἐλεγκτικός `που ερευνά, που έχει κριτική διάθεση΄ κατά την αλλ. της σημ. του ρ. ελέγχω]