Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελεγεία η [elejía] Ο25 & ελεγείο το [elejío] Ο39 : 1.στην αρχαία ελληνική μετρική, δίστιχο από έναν εξάμετρο και έναν πεντάμετρο στίχο, καθώς και ποίημα, αποτελούμενο από τέτοια δίστιχα, συνήθ. θρηνητικό: Ποιητής ελεγειών. 2. (στη νεότερη ποίηση) μικρό ποίημα που εκφράζει μέτρια πάθη, λεπτά και τρυφερά συναισθήματα (λύπης, μελαγχολίας, χαράς κτλ.).
[λόγ.: 1: ελνστ. ἐλεγεία· 2: σημδ. γαλλ. élegie (στη νέα σημ.) < λατ. elegia, elegeia < ελνστ. ἐλεγεία· λόγ. < αρχ. ἐλεγεῖον]
- ελεγειακός -ή -ό [elejiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ελεγεία. α. που ανήκει ή που αναφέρεται στο αρχαίο ελληνικό ποιητικό είδος της ελεγείας: Ελεγειακή ποίηση. Ελεγειακό ποίημα / άσμα. Ελεγειακοί στίχοι. ~ ποιητής. Ελεγειακό μέτρο / δίστιχο. Ελεγειακή μορφή. β. που έχει το χαρακτήρα της νεότερης ελεγείας: ~ χαρακτήρας. Ελε γειακή ατμόσφαιρα.
[λόγ.: α: ελνστ. ἐλεγειακός· β: σημδ. γαλλ. élégia que (στη νέα σημ.) < υστλατ. elegiacus < ελνστ. ἐλεγειακός]