Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελαφραίνω [elafréno] Ρ7.4α : (πρβ. ελαφρύνω). 1. χάνω από το βάρος μου, γίνομαι ελαφρότερος. ANT βαραίνω. 2. αφαιρώ από βάρος, κάνω να γίνει κτ. ελαφρότερο: Ελαφραίνω το φορτίο.
[μσν. ελαφραίνω < ελα φρ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]