Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελίτ η [elít] Ο (άκλ.) : τα πρόσωπα που θεωρείται ότι αποτελούν το πιο εκλεκτό (καλλιεργημένο, εξευγενισμένο κτλ.) τμήμα ενός κοινωνικού συνόλου· συνήθ. σε αντιδιαστολή προς το κοινό πλήθος, το λαό ή τη μάζα· (πρβ. αριστοκρατία, αφρόκρεμα): H ~ της κοινωνίας / του πνεύματος. || (συνήθ. ειρ.): Στη γιορτή μαζεύτηκε όλη η ~!
[λόγ. < γαλλ. élite]
- ελιτισμός ο [elitizmós] Ο17 : άποψη που υπερεκτιμά την αξία της ελίτ ενός κοινωνικού συνόλου, έναντι της απαξίας των άλλων μελών του (της μάζας, του πλήθους, του λαού).
[λόγ. < γαλλ. élitisme (-isme = -ισμός)]
- ελιτίστικος -η -ο [elitístikos] Ε5 : που τον χαρακτηρίζει ο ελιτισμός· (πρβ. αριστοκρατικός): Ελιτίστικες απόψεις. Ελιτίστικη γνώμη / συμπεριφορά.
[ελίτ -ίστικος]