Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
540 εγγραφές [501 - 510] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκφύλιση η [ekfílisi] Ο33 : (ιατρ.) αλλοίωση της φυσιολογικής σύστασης κυττάρων ή ιστών και απώλεια των λειτουργικών ιδιοτήτων τους: ~ ενός ιστού / ενός οργάνου του σώματος. Σημεία εκφύλισης των οστών.
[λόγ. εκφυλι- (εκφυλίζω) -σις > -ση]
- εκφυλισμός ο [ekfilizmós] Ο17 : 1. ελάττωση ή απώλεια αρχικής ιδιότητας, ικανότητας, δύναμης: Ο ~ της κοινωνίας / της νεολαίας, ηθική κατάπτωση, εξαχρείωση. Ο ~ των ηθών. Ο ~ ιδανικών, φθορά, μαρασμός. || ελάττωση δύναμης, έντασης· εξασθένιση: Ο ~ μιας προσπάθειας / μιας απεργίας. 2. (ιατρ.) εκφύλιση.
[λόγ. εκφυλισ- (εκφυλίζω) -μός]
- εκφυλιστικός -ή -ό [ekfilistikós] Ε1 : 1. (ιατρ.) για ό,τι αποτελεί αιτία, ένδειξη ή αποτέλεσμα εκφύλισης: Εκφυλιστικοί παράγοντες. Εκφυλιστικά σημεία. Εκφυλιστικές ασθένειες / παθήσεις. Εκφυλιστική ατροφία. 2. που είναι συνακόλουθο ή επακόλουθο εκφυλισμού: Εκφυλιστικά φαινόμενα.
εκφυλιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εκφυλισ- (εκφυλίζω) -τικός]
- έκφυλος -η -ο [ékfilos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει διεστραμμένη γεννετήσια συμπεριφορά· διεφθαρμένος, ακόλαστος, παραλυμένος: ~ χαρακτήρας. Έκφυλη ζωή. ~ βίος. Έκφυλα γούστα / ήθη. Έκφυλο ύφος / βλέμμα / χείλια.
έκφυλα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἔκφυλος `αφύσικος, φριχτός΄ σημδ. γαλλ. dégénéré]
- εκφύομαι [ekfíome] Ρ9β (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) φυτρώνω από κάπου ή από κτ.
[λόγ. < αρχ. ἐκφύομαι]
- έκφυση η [ékfisi] Ο33 : η διαδικασία και το αποτέλεσμα του εκφύομαι: ~ βλαστού. || ό,τι εκφύεται: Οστεώδεις εκφύσεις.
[λόγ. < αρχ. ἔκφυ(σις) -ση]
- εκφώνημα το [ekfónima] Ο49 : (γλωσσ.) τμήμα του λόγου που περιέχεται ανάμεσα σε δύο σημεία σιωπής: H μελέτη των εκφωνημάτων βρίσκεται στο επίκεντρο των σύγχρονων γλωσσολογικών ερευνών.
[λόγ. < ελνστ. ἐκφώνημα `εκβολή ήχου΄ σημδ. αγγλ. utterance]
- εκφώνηση η [ekfónisi] Ο33 : το να εκφωνείται κτ. από κπ.· απαγγελία ή ανάγνωση που γίνεται μεγαλόφωνα: H ~ μιας ανακοίνωσης / ενός καταλόγου. ~ λόγου. Mετά την ~ του κατηγορητηρίου. Ύστερα από την ~ των θεμάτων στις εξετάσεις οποιαδήποτε συνομιλία απαγορεύεται.
[λόγ. < ελνστ. ἐκφώνη(σις) `αναφώνηση΄ -ση]
- εκφωνητής ο [ekfonitís] Ο7 θηλ. εκφωνήτρια [ekfonítria] Ο27 : αυτός που εκφωνεί, διαβάζει μεγαλοφώνως ένα κείμενο: Οι εξεταζόμενοι ζήτησαν από τον εκφωνητή να επαναλάβει τις ερωτήσεις. || (ειδικότ.): Οι εκφωνητές και οι εκφωνήτριες του ραδιοφώνου / της τηλεόρασης. ~ ειδήσεων.
[λόγ. εκφωνη- (εκφωνώ) -τής· λόγ. εκφωνη(τής) -τρια]
- εκφωνώ [ekfonó] -ούμαι Ρ10.9 : διαβάζω, ανακοινώνω κτ. μεγαλοφώνως: Ο πρόεδρος εκφωνεί τα ονόματα των μαρτύρων. Tου ζήτησαν να εκφωνήσει τον όρκο. ~ κείμενο / ανακοίνωση / απόφαση / κατάλογο.
[λόγ. < ελνστ. ἐκφωνῶ `φωνάζω δυνατά΄]