Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκ
540 εγγραφές [31 - 40]
εκατοντάχρονος -η -ο [ekatondáxronos] Ε5 : α. που έχει διάρκεια εκατό ετών· εκατονταετής. β. που έχει ηλικία εκατό ετών· εκατονταετής: ~ γέρος, εκατοχρονίτης, εκατόχρονος. || (ως ουσ.): Ένας ~ ισχυρίστηκε ότι το μυστικό της μακροζωίας του είναι το λίγο κρασί που πίνει κάθε μέρα. γ. (ως ουσ.) τα εκατοντάχρονα, η εκατονταετηρίδα.

[λόγ. εκατοντα- + -χρονος μτφρδ. του νεοελλ. εκατόχρονος]

εκατοντούτης ο [ekatondútis] θηλ. εκατοντούτις [ekatondútis] Ο : (λόγ.) για πρόσωπο που έχει ηλικία εκατό ετών. || (συνήθ. ως επίθ.) εκατονταετής, εκατοντάχρονος.

[λόγ. < ελνστ. ἑκατοντούτης· λόγ. < ελνστ. ἑκατοντοῦτις]

εκατοστάδα η [ekatostáδa] Ο26 : εκατοντάδα.

[λόγ. εκατοστ(ός) -άς > -άδα]

εκατοστή η [ekatostí] & κατοστή η [katostí] Ο29 αριθμτ. περιλ. : καμιά ~, άθροισμα από εκατό περίπου μονάδες: Δεν τα μέτρησα, αλλά θα ΄ταν καμιά ~. Θα ΄χει καμιά ~ πρόβατα.

[μσν. *εκατοστή `εκατοντάδα΄ < αρχ. ἑκατοστ(ύς) μεταπλ. (πρβ. αρχ. επίθ. ἑκατοστός, θηλ. ἑκατοστή `φόρος ένα στα εκατό΄)· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

εκατοστημόριο το [ekatostimório] Ο40 : α. το ένα εκατοστό ενός όλου. β. το ελάχιστο μέρος ενός όλου· πολλοστημόριο: Δεν πήρα πίσω ούτε το ~από όσα ξόδεψα.

[λόγ. εκατοστ(ός) -η- + μόριον κατά το πολλοστημόριον]

εκατοστιαίος -α -ο [ekatostiéos] Ε4 : υπολογισμένος σε ποσοστά επί τοις εκατό: Εκατοστιαία σύνθεση / αναλογία.

[λόγ. < ελνστ. ἑκατοστιαῖος]

εκατοστίζω [ekatostízo] & κατοστίζω [katostízo] Ρ2.1α : (οικ.) αυξάνω το πλήθος πραγμάτων που έχω ως τον αριθμό εκατό, συνήθ. στην ευχετική έκφραση: να τα εκατοστίσεις / εκατοστίσει, να τα κάνεις / κάνει εκατό ή γενικώς πάρα πολλά· ΣYN έκφρ. να τα χιλιάσεις: α. (για τα χρόνια ζωής) να ζήσεις χρόνια πολλά, ως τα βαθιά γεράματα. β. (για πράγματα): Δικά σου είναι τα πρόβατα; άντε, να τα εκατοστίσεις.

[εκατοστ(ή) -ίζω· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

εκατοστόγραμμο το [ekatostóγramo] Ο42 : μονάδα βάρους ή μάζας ίση προς το ένα εκατοστό του γραμμαρίου.

[λόγ. εκατοστ(ός) -ο- + γραμμ(ή) -ον κατά το kilogramme = χιλιόγραμμον μτφρδ. γαλλ. centigramme]

εκατοστόλιτρο το [ekatostólitro] Ο41 : μονάδα όγκου ή χωρητικότητας ίση προς το ένα εκατοστό του λίτρου.

[λόγ. εκατοστ(ός) -ο- + λίτρον μτφρδ. γαλλ. centilitre]

εκατοστόμετρο το [ekatostómetro] Ο42 : μονάδα μήκους ίση προς το ένα εκατοστό του μέτρου· εκατοστό, πόντος.

[λόγ. εκατοστ(ός) -ο- + μέτρον μτφρδ. γαλλ. centimètre]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...54   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες