Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκ
540 εγγραφές [131 - 140]
εκθεμελίωση η [ekθemelíosi] Ο33 : (λόγ.) κατεδάφιση, καταστροφή οικοδομήματος από τα θεμέλιά του. || (μτφ.): Ολοκληρωτική / εκ βάθρων ~, ριζική καταστροφή.

[λόγ. εκθεμελιω- (δες εκθεμελιώνω) -σις > -ση]

εκθεμελιωτικός -ή -ό [ekθemeliotikós] Ε1 : που καταστρέφει κτ. από τα θεμέλιά του ολοσχερώς· καταστροφικός: Εκθεμελιωτική οικονομική κρί ση. Εκθεμελιωτικές δυνάμεις.

[λόγ. εκθεμελιω- (δες εκθεμελιώνω) -τικός]

εκθεσάς ο [ekθesás] Ο1 : (προφ.) καθηγητής φιλόλογος που διδάσκει το μάθημα της έκθεσης σε φροντιστήριο ή παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα.

[έκθεσ(η)II2 -άς]

έκθεση η [ékθesi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκθέτω. I1. τοποθέτηση πράγματος σε ορισμένο μέρος, για να είναι ορατό από πολλούς άλλους: ~ πράγματος σε κοινή θέα. α. συνήθ. για προϊόντα, δημιουργήματα ανθρώπων κτλ., που τοποθετούνται σε ορισμένο χώρο, για να τα δει το κοινό και ανάλογα να τα θαυμάσει, να τα αγοράσει κτλ.: ~ γεωργικών προϊόντων. Γεωργική / φυτοκομική / ανθοκομική / κτηνοτροφική ~. ~ βιομηχανικών / βιοτεχνικών προϊόντων. Bιομηχανική / εμπορική ~. ~ τροφίμων και ποτών. ~ βιβλίου. Tοπική / πανελλήνια / διεθνής ~. β. (ειδικότ., για καλλιτεχνικά δημιουργήματα): ~ ζωγραφικής / γλυπτικής. ~ φωτογραφίας. Kαλλιτεχνικές εκθέσεις. Συμμετέχει για πρώτη φορά σε ομαδική ~ ζωγραφικής. Έργα του παρουσίασε σε πολλές ατομικές εκθέσεις. 2. ο τόπος (αίθουσα, κτίριο κτλ.) όπου γίνεται έκθεση (εμπορική, καλλιτεχνική κτλ.): Στην είσοδο της έκθεσης. Οι εγκαταστάσεις της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. 3. υποβολή πράγματος στην επίδραση εξωτερικών φυσικών ή χημικών παραγόντων: ~ στο φως / στις ηλιακές ακτίνες / σε θερμοκρασία. ~ φωτογραφικής πλάκας στο φως. 4. (νομ.) εγκατάλειψη ατόμου ανίκανου να συντηρήσει ή να προστατέψει τον εαυτό του: ~ βρέφους. II. (για λόγο, κείμενο) 1. λεπτομερής αφήγηση ή περιγραφή γεγονότος ή πράγματος (η πράξη και το κείμενο): ~ πεπραγμένων του Διοικητικού Συμβουλίου. ~ πραγματογνώμονα. Εισηγητική ~. Επίσημη ~. 2. (ειδικότ.) ανάπτυξη ορισμένου θέματος με σκοπό την άσκηση των μαθητών στην έκφραση σύνθετων διανοημάτων και το αντίστοιχο σχολικό μάθημα: Γραπτή / προφορική ~. Περιγραφική ~. ~ ιδεών. Γράφει καλές / κακές εκθέσεις. Είναι αδύνατος στην ~.

[λόγ. < αρχ. ἔκθε(σις) -ση & σημδ. γαλλ. exposition]

εκθεσιακός -ή -ό [ekθesiakós] Ε1 : σχετικός με εμπορικές, καλλιτεχνικές κ.ά. εκθέσεις· που προορίζεται για να φιλοξενεί εκθέσεις: Εκθεσιακό κέντρο. Εκθεσιακοί χώροι.

[λόγ. έκθεσ(ις)I1α -ιακός]

εκθετήριο το [ekθetírio] Ο40 : χώρος (οικοδόμημα, αίθουσα κτλ.) κατάλληλα διαμορφωμένος για έκθεση καλλιτεχνικών έργων, εμπορευμάτων, προϊόντων κτλ.· (πρβ. αίθουσα εκθέσεων, εκθεσιακός χώρος): Mόνιμο ~.

[λόγ. εκθέ(τω)I1 -τήριον]

εκθέτης 1 ο [ekθétis] Ο10 θηλ. εκθέτρια [ekθétria] Ο27 : αυτός που συμμετέχει σε καλλιτεχνική, εμπορική κτλ. έκθεση, εκθέτοντας δικά του έργα, προϊόντα κτλ.

[λόγ. εκθέ(τω)I1 -της (διαφ. το ελνστ. ἐκθέτης `μπαλκόνι΄)· λόγ. εκθέ(της) -τρια]

εκθέτης 2 ο : (μαθημ.) ο αριθμός που σημειώνεται δεξιά και προς τα επάνω ενός συμβόλου και δείχνει τη δύναμη στην οποία αυτό υψώνεται. || (επέκτ.) κάθε σύμβολο που, στο γραπτό λόγο, σημειώνεται στην ίδια θέση: Οι εκθέτες συνήθως γράφονται με μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία.

[λόγ. εκθέ(τω) -της μτφρδ. γαλλ. exposant]

έκθετος -η -ο [ékθetos] Ε5 : α. εκτεθειμένος (ακάλυπτος και απροφύλακτος) στη βλαπτική επίδραση εξωτερικού φυσικού παράγοντα: Aφήνω κάτι έκθετο στη βροχή / στον ήλιο. β. εκτεθειμένος (χωρίς υποστήριξη, υπεράσπιση, προστασία) σε επιθετική εχθρική πράξη: Δεν αποχώρησε από τη συζήτηση, για να μην αφήσει το νομοσχέδιο έκθετο στην κριτική της αντιπολίτευσης. || (και για πρόσ.): Aκόμα και οι συνεργάτες του τον άφησαν έκθετο στην πολεμική των αντιπάλων του. γ. (ως ουσ.) το έκθετο, για βρέφος που εγκαταλείπεται κάπου από άγνωστους γονείς, για να το βρουν άλλοι: Yιοθέτησαν ένα έκθετο.

[λόγ. < αρχ. ἔκθετος `διωγμένος από το σπίτι΄ κατά τις σημ. του εκθέτω]

εκθέτω [ekθéto] -ομαι, εκτίθεμαι [ektíθeme] Ρ αόρ. εξέθεσα, απαρέμφ. εκθέσει, παθ. εκτίθεμαι, εκτίθεσαι, εκτίθεται, εκτιθέμεθα, εκτίθεστε, εκτίθενται, και (προφ.) εκθέτομαι, πρτ. γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) εξετίθετο, εξετίθεντο, αόρ. εκτέθηκα και γ' πρόσ. (λόγ.) εξετέθη, εξετέθησαν, απαρέμφ. εκτεθεί, μππ. εκτεθειμένος* : I1. τοποθετώ κτ. κάπου για να το βλέπουν πολλοί άλλοι: Εκθέτουν τα προϊόντα τους επάνω σε πρόχειρους ξύλινους πάγκους. || Tα νέα αρχαιολογικά ευρήματα θα εκτεθούν σε ειδική αίθουσα του μουσείου. 2. αφήνω κτ. ακάλυπτο ή απροστάτευτο, για να υποστεί την επίδραση φυσικού ή χημικού παράγοντα: ~ φωτογραφική πλάκα στο φως. II1. αφηγούμαι, περιγράφω ένα γεγονός, ένα συμβάν, μια κατάσταση κτλ.· παρουσιάζω: Tου ζήτησαν να εκθέσει τα γεγονότα. ~ την άποψή μου. ~ γραπτώς / προφορικώς / με συντομία / λεπτομερώς / αναλυτικώς. 2. ~ κπ., τον κάνω να γίνει αντικείμενο επικρίσεων, ψόγου: Είπαν ψέματα για να μας εκθέσουν. Mη συνεχίζεις τη συζήτηση, γιατί εκτίθεσαι. || Kάνε ό,τι θες, φρόντισε όμως να μην εκτεθείς απέναντί τους. || (έκφρ.) ~ κπ. (ή κτ.) σε κίνδυνο, τον βάζω σε κίνδυνο: Εκθέτουν τη ζωή τους σε κίνδυνο.

[λόγ.: I1, II1: μσν. εκθέτω < αρχ. ἐκτίθημι μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω· I2, II2: σημδ. γαλλ. exposer· λόγ. < αρχ. ἐκτίθεμαι]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 ...54   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες