Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκών -ούσα -όν [ekón] Ε12α : (λόγ.) που πράττει ή παθαίνει κτ. με τη θέλησή του, οικειοθελώς, εκούσια· συνήθ. με επιρρηματική σημασία, στην απαρχαιωμένη ΦΡ ~ άκων, θέλοντας και μη, αναγκαστικά: ~ άκων δέχτηκε. Εκόντες άκοντες θα συμφωνήσουν, θέλουν, δε θέλουν θα συμφωνήσουν.
[λόγ. < αρχ. ἑκών, -οῦσα, -όν]