Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπονώ
1 εγγραφή
εκπονώ [ekponó] -ούμαι Ρ10.9 : κατασκευάζω, παρασκευάζω και επεξεργάζομαι ως το τέλος ένα έργο που απαιτεί πνευματική προσπάθεια και επιμελή εργασία: ~ μελέτη / σύγγραμμα / διατριβή / σχέδιο / πρόγραμμα.

[λόγ. < αρχ. ἐκπονῶ `επεξεργάζομαι΄ & σημδ. γαλλ. élaborer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες