Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκμαγείωση η [ekmajíosi] Ο33 : η εργασία και η τεχνική της παρασκευής εκμαγείου· η αποτύπωση του σχήματος και της μορφής ενός στερεού σώματος επάνω σε εύπλαστη μάζα για την κατασκευή ομοιώματός του.
[λόγ. εκμαγεί(ον) -ωσις > -ωση]