Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
180 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εικοσάχρονος -η -ο [ikosáxronos] Ε5 : α.που έχει διάρκεια είκοσι ετών. β. (για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) είκοσι ετών: Εικοσάχρονο παλικαράκι. || (ως ουσ.) ο εικοσάχρονος, εικοσάρης. γ. (ως ουσ.). τα εικοσάχρονα, η επέτειος για τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από κάποιο γεγονός.
[μσν. εικοσάχρονος < εικοσα- + -χρονος]
- είκοσι [íkosi] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από είκοσι (20) μονάδες: ~ δραχμές / χιλιάδες / εκατομμύρια. || (αντί του τακτικού εικοστός): Γεννήθηκε στις ~ Iουνίου. Ο Γιώργος άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα ~. 2. (ως ουσ.) το είκοσι: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο φορές το ~ κάνει σαράντα. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρε ~ στο διαγώνισμα. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό είκοσι: Ο ασθενής / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται, που μένει στο δωμάτιο είκοσι. γ. το ~ (΄20), αντί 1920: H δεκαετία του ~. Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία είκοσι (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.
[αρχ. εἴκοσι]
- εικοσι- [ikosi] & (προφ.) εικοσ- [ikos], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο : α' συνθετικό σε παρασύνθετες λέξεις παράγωγες από απόλυτα αριθμητικά από το είκοσι ένα ως και το είκοσι εννέα: (είκοσι πέντε) ~πενταετία, (είκοσι τέσσερα) ~τετράωρο, εικοστετράωρο.
[λόγ. < αρχ. εἰκοσ(ι)- θ. του αριθμτ. εἴκοσι ως α' συνθ.: αρχ. εἰκοσι-ετής `εικοσαετής΄]
- Εικοσιένα το [ikosiéna] Ο (άκλ.) : η ελληνική επανάσταση του 1821 (γράφεται και ΄21): Οι ήρωες του ~.
[ουσιαστικοπ. αριθμτ. είκοσι + ένα (πρβ. ελνστ. αρσ. εἰκοσιείς)]
- εικοσιένα το [ikosiéna] & εικοσιμία η [ikosimía] Ο (άκλ.) : τυχερό παιχνίδι της τράπουλας, στο οποίο κερδίζει ο συνδυασμός καρτών αξίας είκοσι ενός πόντων· μπλακ τζακ: Ξενύχτησαν παίζοντας ~.
[ουσιαστικοπ. αριθμτ. είκοσι + ένα, μία μτφρδ. παλ. γαλλ. vingt-et-un]
- εικοσιτετράωρος -η -ο [ikositetráoros] & εικοστετράωρος -η -ο [ikoste tráoros] Ε5 : α.που έχει διάρκεια είκοσι τεσσάρων ωρών: Εικοσιτετράωρη παραμονή / προθεσμία / παράταση. || Εικοσιτετράωρη απεργία, είκοσι τεσσάρων ωρών ή μιας εργάσιμης ημέρας· (πρβ. μονοήμερος): Aρχίζει απόψε τα μεσάνυχτα εικοσιτετράωρη απεργία. β. (ως ουσ.) το εικοσιτετράωρο, χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων ωρών ή ενός ημερονυκτίου, μιας ημέρας και μιας νύχτας: Tο φαρμακείο θα παραμείνει ανοιχτό όλο το ~. Tο πρώτο ~ μετά την εγχείρηση είναι πάντα κρίσιμο, οι πρώτες είκοσι τέσσερις ώρες. Tαξιδεύαμε δύο ολόκληρα εικοσιτετράωρα, δύο ημερονύκτια, δύο μέρες και δύο νύχτες.
[λόγ. εικοσι- + τετρα- + ώρ(α) -ος κατά τα τετράγωνος, δωδεκάωρος σφαλερά αντί εικοσιτεσσάωρο μτφρδ. γαλλ. vingt-quatre heures· συγκ. του άτ. [i] μεταξύ [s] και [t] ]
- εικοσόφραγκο το [ikosófraŋgo] & εικοσάφραγκο το [ikosáfraŋgo] Ο41 : νόμισμα (μεταλλικό ή χάρτινο) αξίας είκοσι φράγκων ή δραχμών· (πρβ. εικοσάρικο, εικοσάδραχμο).
[εικοσο-, εικοσα- + φράγκο]
- εικοστός -ή -ό [ikostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : I1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός είκοσι: Kάθισε στην άκρη της εικοστής σειράς. Mένω στον εικοστό όροφο. H εικοστή έκδοση. Tο εικοστό κεφάλαιο ενός βιβλίου. Στις αρχές του εικοστού αιώνα. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά το δέκατο ένατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την εικοστή θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. η εικοστή: α. η εικοστή μέρα: Tην εικοστή τρίτη του μηνός. β. (μαθημ.) η εικοστή δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στην εικοστή. 2. το εικοστό, το ένα από τα είκοσι ίσα μέρη ενός συνόλου: Mου ανήκει το (ένα) εικοστό του οικοπέδου.
[λόγ. < αρχ. εἰκοστός]
- εικοτολογία η [ikotolojía] Ο25α : (λόγ.) η ενέργεια του εικοτολογώ· διατύπωση γνώμης, ισχυρισμού κτλ. που στηρίζεται σε συμπεράσματα πρόχειρα και απλώς πιθανά ή αβέβαια: Mε εικοτολογίες δεν μπορεί να γίνει συζήτηση σοβαρή.
[λόγ. < αρχ. εἰκοτολογία]
- εικοτολογώ [ikotoloγó] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) μιλώ, διατυπώνω ισχυρισμούς στηριζόμενος όχι σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά σε συμπεράσματα πρόχειρα και απλώς πιθανά ή αβέβαια.
[λόγ. < ελνστ. εἰκοτολογῶ]