Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
180 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- είρων ο [íron] θηλ. είρων [íron] Ο : (λόγ.) είρωνας. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος.
[λόγ. < αρχ. εἴρων ὁ, ἡ `που κρύβει τις σκέψεις του, που μας δουλεύει΄ με εξέλ. της σημ. κατά την πλατωνική φιλοσοφία]
- είρωνας ο [íronas] Ο5 θηλ. είρωνας [íronas] : ως χαρακτηρισμός προσώπου που συνηθίζει να ειρωνεύεται, δηλαδή να προσποιείται άγνοια ή να εκφράζει σκέψεις, συναισθήματα κτλ. λίγο ή πολύ διαφορετικά από τα πραγματικά του, για να περιπαίξει ή να χλευάσει άλλον: Aλαζόνες, είρωνες και σαρκαστές. || (ως επίθ.).
[λόγ. < αρχ. εἴρων, αιτ. -ωνα (δες στο είρων)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ειρωνεία η [ironía] Ο25 : 1α. περιφρονητικός ή υποτιμητικός αστεϊσμός, εμπαιγμός, χλευασμός ή σαρκασμός σε βάρος άλλου τον οποίο εκφράζει κάποιος με τη διατύπωση μιας γνώμης ή με την έκφραση ενός συναισθήματος διαφορετικών ή αντίθετων από αυτό που νομίζει ή αισθάνεται: Λεπτή / διακριτική / σαρκαστική / δεικτική / αμείλικτη ~. Πικρή / πικρόχολη ~. Δεν ανέχομαι πια τις ειρωνείες και τα υπονοούμενά του. β. (γραμμ). σχήμα λόγου κατά το οποίο ένας ομιλητής χρησιμοποιεί λέξεις ή φράσεις με περιεχόμενο εντελώς αντίθετο από αυτό που εννοεί, για να χλευάσει ή να περιπαίξει, να ψέξει, να εκφράσει έντονη αγανάκτηση κτλ.: H ~ συνήθως γίνεται αντιληπτή από τον ιδιαίτερο τόνο της φωνής ή τη χρήση ορισμένων σημείων στίξης. (έκφρ.) τραγική ~: α. (φιλολ., θέατρ.) τεχνική στην πλοκή του μύθου που παρουσιάζει τους ήρωες να αγνοούν την αλήθεια, τους θεατές όμως να τη γνωρίζουν και να αγωνιούν για την πλάνη των ηρώων. β. για τις περιπτώσεις στις οποίες, ενώ κάποιος αναμένει κτ. ευχάριστο και ενεργεί ανάλογα, του συμβαίνει ένα γεγονός τραγικό. ~ της τύχης, για ευτυχές ή δυσάρεστο γεγονός που συμβαίνει στη ζωή τη στιγμή ακριβώς κατά την οποία αναμένεται (ή και συμβαίνει) το αντίθετο. 2. (φιλοσ.) Σωκρατική ~, η συζητητική μέθοδος του Σωκράτη, ο οποίος, προσποιούμενος άγνοια, έθετε στους συνομιλητές του ερωτήσεις τέτοιες που αποκάλυπταν την αντιφατικότητα των λόγων τους.
[λόγ. < αρχ. εἰρωνεία `προσποίηση, προσποιητή μετριοφροσύνη΄ με εξέλ. της σημ. κατά την πλατωνική φιλοσοφία & και κατά τη σημ. του γαλλ. ironie & αγγλ. irony < λατ. ironia < αρχ. εἰρωνεία]
- ειρωνεύομαι [ironévome] Ρ5.1β : κοροϊδεύω, περιπαίζω, χλευάζω κπ., (ή τα λεγόμενα, τις αδυναμίες κτλ. κάποιου) λέγοντας κτ. λίγο ή πολύ διαφορετικό από αυτό που σκέφτομαι ή αισθάνομαι, ή προσποιούμενος άγνοια: Mιλάς σοβαρά ή με ειρωνεύεσαι; Tόλμησε στ΄ αλήθεια να αμφισβητήσει το τάλαντό σας; απόρησε, ειρωνευόμενος τη ματαιοδοξία του.
[λόγ. < αρχ. εἰρωνεύομαι `προσποιούμαι άγνοια΄, ελνστ. σημ.: `σαρκάζω΄]
- ειρωνικός -ή -ό [ironikós] Ε1 : (για λόγο, έκφραση, συμπεριφορά) που έχει στόχο να ειρωνευτεί: Ειρωνική ερώτηση / απάντηση / διάθεση / στάση / συμπεριφορά / έκφραση. Ειρωνικό ύφος / χαμόγελο / μειδίαμα / γέλιο / βλέμμα· (πρβ. σαρκαστικός). ~ θαυμασμός / έπαινος. Ειρωνικά σχόλια.
ειρωνικά & (λόγ.) ειρωνικώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. εἰρωνικός `ανειλικρινής΄ κατά την εξέλ. της σημ. της λ. ειρωνεία· λόγ. < αρχ. εἰρωνικῶς `κοροϊδευτικά΄]
- εις [is] πρόθ. : (λόγ.) (βλ. και εισ-) μόνο σε ΦΡ και εκφράσεις με αιτιατική· σε: ~ είδος, σε είδος. ~ βάρος*. είμαι ~ θέσιν*. (λόγ.) ~ μάτην*. || σε ευχές: ~ ανώτερα / έτη πολλά / υγείαν. || σε παραγγέλματα: ~ τα όπλα, εμπρός στα όπλα. ~ έπαρσιν σημαίας / παράταξιν, έτοιμοι για έπαρση σημαίας κτλ.
[λόγ. < αρχ. εἰς]
- εις μία εν [ís mía én] αριθμτ. επίθ. απόλ. : (λόγ.) ένας, μόνο σε απαρχαιωμένες εκφράσεις εν μιά νυκτί, σε μια νύχτα μόνο. εν ενί λόγω, με ένα λόγο, με μια κουβέντα. εν προς εν, ένα προς ένα, ένα ένα: Tα έλεγξε όλα εν προς εν. εν οίδα* ότι ουδέν οίδα. || (γραμμ.) εν διά δυοίν, σχήμα λόγου κατά το οποίο μία έννοια εκφράζεται με δύο λέξεις που συνδέονται με το και ενώ, σύμφωνα με το νόημα, η μία από αυτές έπρεπε να εκφέρεται ως προσδιορισμός της άλλης, π.χ.: «Πέρασε ράχες και βουνά» αντί «Πέρασε ράχες βουνών».
[λόγ. < αρχ. εἵς, μία, ἕν]
- εισ- [is] & [iz], πριν από [v, δ] & είσ- [ís] ή [íz], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : η λόγια πρόθεση εις ως πρόθημα σε ρήματα, ουσιαστικά και τα παράγωγά τους. I. δηλώνει ότι η κίνηση ή η ενέργεια που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη γίνεται: 1. με κατεύθυνση προς τα μέσα ή προς ένα τέρμα· την αντίθετη έννοια τη δηλώνει η παραγωγή με το πρόθημα εκ-: εισάγω, εισβάλλω, εισέρχομαι, εισορμώ, εισρέω, εισχωρώ· εισαγωγή, εισβολή, είσοδος, εισπνοή, εισχώρηση. 2. για ένα σκοπό: εισηγούμαι, εισπράττω, εισφέρω· είσπραξη, εισφορά· εισηγητικός, εισπρακτέος. II. χωρίς να έχει σήμερα κάποια εμφανή σημασία: εισαγγελέας.
[λόγ. < αρχ. εἰσ- < πρόθ. εἰς `προς τα μέσα΄ ως α' συνθ.: αρχ. εἰσ-έρχομαι, εἰσ-άγω, εἰσ-αγωγή· το α' συνθ. περιορίστηκε σε λειτουργία προθήματος, και στη σημερ. μορφή της γλ. πολλά παράγωγα δεν αναλύονται πια]
- εισαγγελέας ο [isangeléas] Ο21 θηλ. εισαγγελέας [isangeléas] : 1. λειτουργός της δικαιοσύνης και της έννομης τάξης, αρμόδιος να ασκεί ποινική δίωξη για κάθε αξιόποινη πράξη και να εποπτεύει την τήρηση των νόμων από τη δικαστική και την εκτελεστική εξουσία· (πρβ. δημόσιος κατήγορος): ~ εφετών / πρωτοδικών. 2. (προφ.) για πρόσωπο που κατηγορεί άλλον με οξύτητα και αυστηρότητα: Mη μας κάνεις τον εισαγγελέα.
[λόγ. < ελνστ. εἰσαγγελεύς, αιτ. -έα, αρχ. σημ.: `αυτός που αναγγέλλει΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- εισαγγελεύω [isangelévo] Ρ5.1α : ασκώ καθήκοντα εισαγγελέα.
[λόγ. εισαγγελ(εύς δες στο εισαγγελέας) -εύω]