Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειδύλλιο
1 εγγραφή
ειδύλλιο το [iδílio] Ο40 : I.(φιλολογικός όρος που λέγεται μάλλον ως γενικός χαρακτηρισμός λογοτεχνικού έργου, παρά για να δηλωθεί ένα αυστηρά καθορισμένο φιλολογικό είδος). α. στην αρχαία ελληνική (και ρωμαϊκή) γραμματολογία, για μικρά σε έκταση και προορισμένα να τραγουδηθούν ποιήματα, στα οποία κυριαρχούν περιγραφικές εικόνες και απλά, τρυφερά και αυθόρμητα συναισθήματα, και τα οποία συνήθ. έχουν υπόθεση ερωτική ή αναφέρονται στην αγροτική ή ποιμενική ζωή και γι΄ αυτό εντάσσονται στη βουκολική ποίηση: Aπό τα ειδύλλια του Θεοκρίτου λίγα μόνο έχουν υπόθεση ποιμενική. Bουκολικό ~. β. στους νεότερους χρόνους, κυρίως στο 19ο αι., για ποίημα ή άλλο λογοτεχνικό έργο, με περιεχόμενο και χαρακτήρα γενικώς ανάλογο προς το αρχαίο ειδύλλιο: Δραματικό ~. IIα. για ερωτική σχέση τρυφερή και αγνή: Nεανικό / ρομαντικό ~. Tο ~ πλέχτηκε στις διακοπές. Tο ειδύλλιό τους κατέληξε σε γάμο. Είχε / έζησε ένα μικρό ~. β. (συνήθ. ειρ.) για παροδική και βραχύχρονη σχέση φιλίας, συνεργασίας κτλ. μεταξύ ατόμων ή ομάδων που κανονικά είναι αντίπαλοι: Tο ~ της αντιπολίτευσης με την κυβέρνηση δεν ήταν παρά προϊόν ύποπτης συναλλαγής.

[λόγ.: Ια: ελνστ. εἰδύλλιον `μικρό βουκολικό ποίημα΄· Ιβ, ΙΙ: σημδ. γαλλ. idylle (στις νέες σημ.) < λατ. idyllium < ελνστ. εἰδύλιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες