Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εθνισμός ο [eθnizmós] Ο17 : η άποψη που ενθαρρύνει την έκφραση και την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης και παράλληλα αναγνωρίζει και σέβεται τις εθνικές διαφορές· η απόλυτη πίστη και αφοσίωση κάποιου στα ιδεώδη του έθνους στο οποίο ανήκει, χωρίς καμία διάθεση περιφρόνησης ή υποτίμησης των ιδεωδών άλλου έθνους· (πρβ. πατριωτισμός, εθνικισμός).
[λόγ. έθν(ος) -ισμός]