Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγκαλώ [eŋgaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. και εγκλήθηκα, απαρέμφ. εγκληθεί : α.(νομ.) καταγγέλλω κπ., ως παθών, για αξιόποινη πράξη του σε μια αρμόδια αρχή και ζητώ την ποινική του δίωξη· κάνω έγκληση. || (μεε. ως ουσ.) ο εγκαλών*. || (μπε. ως ουσ.) ο εγκαλούμενος*. β. (λόγ.) κατηγορώ ή καταγγέλλω κπ. για πράξη του, σε άλλον.
[λόγ. < αρχ. ἐγκαλῶ]
- εγκαλών ο [eŋgalón] θηλ. εγκαλούσα [eŋgalúsa] Ο (βλ. Ε12β) : (λόγ.) αυτός που, ως παθών, κάνει έγκληση εναντίον άλλου· (πρβ. κατήγορος, μηνυτής). ANT εγκαλούμενος.
[λόγ. < αρχ. ἐγκαλῶν, ἐγκαλοῦσα μεε. του ἐγκαλῶ]