Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
180 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ειλεός ο [ileós] Ο17 : (ιατρ.) 1. το κατώτερο τμήμα του λεπτού εντέρου. 2. απόφραξη του εντέρου που προκαλείται από συστροφή του.
[λόγ. < αρχ. εἰλεός]
- ειλημμένος -η -ο [iliménos] Ε3 : συνήθ. στη λόγια έκφραση ειλημμένη απόφαση, την οποία έχουν ήδη πάρει και γι΄ αυτό δεν είναι δυνατό να επανεξεταστεί ή να αλλάξει: Δεν έχει νόημα να συζητάμε για ειλημμένες ήδη αποφάσεις.
[λόγ. < ελνστ. εἰλημμένος `που έχει γίνει δεκτός (στα μυστήρια)΄ μππ. του αρχ. ρ. λαμβάνω, σημδ. γαλλ. pris]
- ειλητάριο το [ilitário] Ο42 : χειρόγραφη επιμήκης μεμβράνη (περγαμηνή) που τυλιγόταν γύρω από μικρό κυλινδρικό ξύλο. || (ειδ. εκκλ.) ειλητάριο στο οποίο ήταν γραμμένη η Θεία Λειτουργία: Iερατικά / διακονικά ειλητάρια.
[λόγ. < μσν. ειλητάριον υποκορ. του ελνστ. εἰλητ(ός) `τυλιγμένος΄ -άριον]
- ειλητό το [ilitó] Ο38 : (εκκλ.) τετράγωνο ύφασμα που απλώνεται επάνω στην Aγία Tράπεζα κατά την τελετή της Θείας Λειτουργίας· (πρβ. αντιμήνσιο).
[λόγ. < μσν. ειλητόν ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. εἰλητός `τυλιγμένος΄]
- ειλικρίνεια η [ilikrínia] Ο27 : το να εκφράζει κάποιος ό,τι πραγματικά αισθάνεται ή σκέφτεται· η ιδιότητα και ο τρόπος του ειλικρινούς. ANT ανειλικρίνεια: Aπάντησαν με απόλυτη ~. Aμφιβάλλω για την ~ των λόγων του. Ωμή ~. Aφοπλιστική ~. Mίλησε με παρρησία και ~.
[λόγ. < ελνστ. εἰλικρίνεια, αρχ. σημ.: `καθαρότητα΄]
- ειλικρινής -ής -ές [ilikrinís] Ε10 : α.(για πρόσ.) που εκφράζει ό,τι πραγματικά σκέφτεται και αισθάνεται, που λέει την αλήθεια χωρίς να κρύβει κτ.: Θα σε ρωτήσω, αλλά θέλω να είσαι ~ μαζί μου. ~ άνθρωπος / χαρακτήρας, ευθύς. || που είναι ό,τι ακριβώς δείχνει: ~ φίλος. ~ σύμμαχος. β. (για συναισθηματική εκδήλωση, λόγο, συμπεριφορά κτλ.) που εκφράζει μια πραγματική συναισθηματική κατάσταση ή σκέψη και δεν κρύβει κτ. άλλο. ANT ανειλικρινής: Ειλικρινή συναισθήματα. Ειλικρινείς διαθέσεις. ~ φιλία / αγάπη, πραγματική, ανυπόκριτη, άδολη. Ειλικρινές ενδιαφέρον, πραγματικό. ANT υποκριτικό. ~ υπόσχεση. ANT ψευδής. ~ προσπάθεια / πρόθεση / επιδίωξη / υποστήριξη / συμπαράσταση. Ειλικρινείς φιλοφρονήσεις. Ειλικρινή συλλυπητήρια / συγχαρητήρια. || για τρόπο, ύφος κτλ. που δείχνει και πείθει ότι δεν υποκρίνεται ή δεν κρύβει κτ.: Ειλικρινές βλέμμα / ύφος. ~ έκφραση.
ειλικρινά & (λόγ.) ειλικρινώς ΕΠIΡΡ με τρόπο ειλικρινή, μιλώντας με ειλικρίνεια: ~, (σας λέγω), δεν ξέρω τίποτα. ~, εύχομαι να επιτύχεις. [λόγ. < ελνστ. εἰλικρινής, αρχ. σημ.: `όχι ανακατεμένος, καθαρός΄· λόγ. < ελνστ. εἰλικρινῶς]
- είλωτας ο [ílotas] Ο5 : 1.(ιστ.) ονομασία των δουλοπαροίκων στην αρχαία Σπάρτη: Οι είλωτες αποτελούσαν την κατώτερη τάξη της σπαρτιατικής κοινωνίας. 2. (μτφ.) για όποιον εργάζεται κάτω από ιδιαίτερα σκληρές και καταπιεστικές συνθήκες και χωρίς να απολαμβάνει τα αγαθά του κόπου του· σκλάβος, δούλος: Δούλευε σαν ~ για να θρέψει τα παιδιά της.
[λόγ.: 1: αρχ. Εἵλως, αιτ. -ωτα· 2: κατά τη σημ. του γαλλ. ilote < λατ. ilota < αρχ. Εἵλωτ- (Εἵλως)]
- ειλωτεία η [ilotía] Ο25 : (ιστ.) ο θεσμός και το καθεστώς της δουλοπαροικίας στην αρχαία Σπάρτη.
[λόγ. < αρχ. Εἱλωτεία]
- είμαι [íme] Ρ πρτ. ήμουν, μτχ. όντας* (οι άλλοι χρόνοι, ανάλογα με τη σημασία, από τα γίνομαι, υπάρχω, στέκομαι)· στον προφορικό και λογοτεχνικό κυρίως λόγο η αρχική συλλαβή παθαίνει αφαίρεση στη συμπροφορά: Εσύ ΄σαι, πού ΄ναι, που ΄ναι, θα ΄μαστε, να ΄μασταν, να ΄μαι, να ΄σαι : I.(συνδετικό με συμπλήρωμα της έννοιάς του κατηγορούμενο) 1α. δηλώνει ποιότητα ή ιδιότητα: H γη είναι στρογγυλή. Είναι καλοί άνθρωποι. Είναι άτακτο παιδί. β. δηλώνει κατάσταση ή διάθεση: Είναι άρρωστη / απογοητευμένη. Είναι λυπημένος / χαρούμενος. Aπό υγεία είμαστε καλά. Είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές;, τρελάθηκες; 2. με μππ. ρήματος για το σχηματισμό περιφραστικών τύπων, οι οποίοι εκφράζουν, συνήθ., μια απόχρωση μεγαλύτερης διάρκειας από αντίστοιχους τύπους με το ρήμα έχω και απαρέμφατο αορίστου: ~ δεμένος· (πρβ. έχω δεθεί). Ήταν κρυμμένοι· (πρβ. είχαν κρυφτεί). II. (ως υπαρκτικό) 1α. υπάρχω, έχω υπόστα ση, είμαι στη ζωή: Mια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. β. υπάρχω με ορισμένη ιδιότητα ή βρίσκομαι σε μια κατάσταση: Είναι δήμαρχος. ~ καλά. ~ εκτός εαυτού. Είναι σε εκκρεμότητα. 2. με γενική που δηλώνει: α. ιδιότητα: Πόσων χρόνων είσαι; Tο καπέλο σου δεν είναι της μόδας. Είναι της εμπιστοσύνης μας. β. με γενική κτητική, ανήκω σε κπ.: Είναι της παρέας μας. Tίνος είναι το βιβλίο; Tα χωράφια / τα λιβάδια / οι βοσκές είναι του αφέντη. 3. με την πρόθεση με: α. συμφωνώ, συμπράττω: Mε ποιον είσαι τέλος πάντων; Mε ποιο κόμμα είσαι; β. φορώ: Ήταν ακόμα με τις μπιτζάμες / με τις παντόφλες. γ. βρίσκομαι μαζί με κπ.: Είναι με τον άντρα της. δ. βρίσκομαι σε κάποια διάθεση: Είσαι με τα καλά σου; ΦΡ είναι με τα φεγγάρια* του. 4. με την πρόθεση για: α. προορίζομαι: Για ποιον είναι το γράμμα; || ετοιμάζομαι, σκοπεύω να πάω κάπου: ~ για εκδρομή. ~ για ύπνο. β. είμαι ενδεδειγμένος, άξιος, ενδείκνυμαι, αξίζω: Είναι για γέλια. Είναι για πέταμα. || (οικ.): Είναι για αξιωματικός, είναι κατάλληλος. 5. με την πρόθεση από: α. κατάγομαι: ~ από χωριό. Είναι από την Aθήνα. (έκφρ.) είναι από την Πάρο, θέλει όλο να παίρνει. || Είναι από σόι. β. προέρχομαι: Tα σταφύλια είναι από την Kόρινθο. H φράση είναι από την Aγία Γραφή. 6. με την πρόθεση σε δηλώνει: α. κατάσταση: ~ στα κέφια μου. ΦΡ ~ στις μαύρες* μου. ~ / βγαίνω στον αέρα*. β. ηλικία: Είναι στα δέκα / στα είκοσι. γ. τόπο: Είναι στη θάλασσα / στο βουνό. δ. χρόνο, εποχή: Είμαστε στα 1996. Είμαστε στο καλοκαίρι / στην άνοιξη. 7. με την πρόθεση χωρίς: Είμαστε χωρίς χρήματα. 8. με το μόριο να: Ύστερα από αυτή την καταστροφή ~ να πεθάνω. Είμαστε να μας κλαίνε. 9. με επίρρημα: Είναι καλά / άσκημα / βαριά. Είναι αλλού, σκέφτεται άλλα, είναι αφηρημένος. 10. με τοπικό προσδιορισμό: Πίσω από το βουνό είναι μια λίμνη. Πού ~; Σε ποιο σημείο είσαι; 11. με εμπρόθετο προσδιορισμό: Δεν είναι στα καλά του / με τα καλά του, παραλογίζεται, είναι τρελός. Ήταν στο κέφι. ~ σε θέση να
, μπορώ, έχω τη δυνατότητα. 12. διάκειμαι: Πώς είστε; ~ καλά. Ήταν θυμωμένος. 13. παρευρίσκομαι: Ήμουν κι εγώ εκεί. 14. ανήκω: Είναι της Bουλής / της κεντρικής επιτροπής. Ήταν άνθρωπος του βασιλιά. 15. μετέχω: Ήταν κι αυτός στο κίνημα. 16. είμαι απασχολημένος με κτ.: ~ στις εξετάσεις. Είναι δικαστικός αντιπρόσωπος στις εκλογές. ~ στην υποδοχή. 17. συμπεριλαμβάνομαι, συγκαταλέγομαι: Δεν ~ στη λίστα αναμονής. Είναι ανάμεσα στους τυχερούς που πέρασαν στις εξετάσεις. Δεν είναι στον κατάλογο των επιτυχόντων. 18. (στο γ' πρόσ.) α. γίνεται, συμβαίνει: Tι είναι;, τι συμβαίνει, τι τρέχει; β. (για χρόνο, εποχή): Tι ώρα είναι; H ώρα είναι δώδεκα ακριβώς. Είναι πρωί ακόμη. Είναι άνοιξη. || φτάνει, έφτασε, ήρθε: Είναι ώρα να φύγουμε. Ώρα είναι να του δίνουμε, έφτασε η ώρα να φύγουμε. Είναι καιρός να μάθεις την αλήθεια. || Είναι πολλές ώρες που έφυγε, πέρασαν. γ. (για καιρικές καταστάσεις) επικρατεί: Είναι κρύο / ζέστη. δ. είναι ενδεδειγμένο, σωστό: Δεν είναι τρόπος αυτός. ε. πρόκειται: Ήταν να φύγω αλλά δεν μπόρεσα. || Είναι να έρθει, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρει. Ήταν να πάμε στο χωριό. στ. εναπόκειται: Στο χέρι σου είναι να γίνει. || Δεν είναι αρμοδιότητά μου να αποφασίσω. ζ. είναι ανάγκη, αξίζει, υπάρχει λόγος: Είναι να το βλέπεις και να μην το χορταίνεις. Είναι να τρελαθείς. Είναι να γλείφεις τα δάχτυλά σου. Δεν είναι να το πιστεύεις. η. (με το που) συμβαίνει να
: Είναι που του έδωσα ραντεβού, αλλιώς θα έφευγα. θ. (οικ.) υπάρχει, υπήρξε: Είναι φόβος να ζημιώσουμε. Ήταν όνειρο. Όνειρο ήταν και πάει. ι. είναι δικαιολογημένο: Είναι να χάνεις το νου σου. ια. είναι μοιραίο, αναπόφευκτο: Όταν είναι να αποτύχεις, άδικα προσπαθείς. Όταν είναι να φτωχύνεις, στραβώνεσαι. Ήταν να γίνει το κακό. ιβ. (οικ.) είναι πρέπον, ορθό, αξίζει: Δεν ήταν να του φερθείς τόσο απότομα. Είναι να ΄χεις τέτοια ιδέα για μένα; Είναι να γίνεται λόγος για τόσο μικρό ζήτημα; ιγ. (σε απρόσωπες εκφορές): Ήταν ανάγκη να σηκωθείς τόσο πρωί; Είναι φυσικό να μην το θυμάσαι. || Έτσι δεν είναι;, για επιβεβαίωση: Θα φύγουμε αύριο, έτσι δεν είναι; (λόγ. έκφρ.) τις ει;, στο στρατό, ερώτηση σκοπού προς όποιον πλησιάζει. ΦΡ και εκφράσεις ~ της γνώμης* ότι
και πού ΄σαι ακόμα, αναμένονται και άλλα καλύτερα ή χειρότερα. όπου* να ΄ναι. όσο* να ΄ναι. ~ κτ. για κπ., αποτελώ, θεωρούμαι: Είσαι για μένα το παν. είναι που είναι, έχει κατεξοχήν την ιδιότητα που αναφέρθηκε: Είναι που είναι άρρωστη, βγαίνει έξω και θα χειροτερέψει. αυτός κι αν είναι, είναι σε μεγάλο βαθμό: Aυτός κι αν είναι τρελός. Aυτό κι αν είναι λάθος. εδώ είσαι, κι εδώ ~ / εδώ είμαστε (και θα δεις), για έντονη διαβεβαίωση: Εδώ ~ / είμαστε και θα δεις που θα βγω αληθινός. εσύ είσαι που το λες*; αυτός είσαι!, για θαυμασμό, ενθουσιασμό ή έντονη διαβεβαίωση. ~ μείον*. (δεν) ~ στα καλά μου, (δεν) έχω τα λογικά μου. είναι / δεν είναι στο χέρι* κάποιου να κάνει κτ. ~ ως εδώ*. ~ μέσα*. να ΄ταν (και) να, είθε να: Nα ΄ταν φτερά να είχε η ψυχή. είσαι και φαίνεσαι*. ~, που να μην ήμουν, απευχή: ~, που να μην ήμουν, υπερβολικά φιλότιμος / ευαίσθητος. είναι για γέλια*. δεν είναι / είναι του γούστου* μου. ΠAΡ Εκεί / αυτού που είσαι ήμουνα κι εδώ που ~ θά ΄ρθεις, οι γεροντότεροι στους νεότερους. Πες μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι, για συναναστροφές.
[μσν. είμαι < αρχ. εἰμί, μεταπλ. κατά τα κείμαι, στέκομαι ή < ελνστ. υποτ. *qμαι (< αρχ. υποτ. tμαι αναλ. προς τα Fqς, Fq) μετά τη σύμπτ. των τύπων οριστ. και υποτ.]
- ειμαρμένη η [imarméni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : η ανώτατη δύναμη που κατευθύνει και επηρεάζει τον κόσμο ολόκληρο, καθώς και την τύχη κάθε ανθρώπου χωριστά· (πρβ. μοίρα, πεπρωμένο, τύχη).
[λόγ. < αρχ. εἱμαρμένη]