Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
180 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ει [í] σύνδ. : μόνο στις απαρχαιωμένες εκφράσεις ~ δυνατόν, εάν μπορεί να γίνει: Tα δικαιολογητικά πρέπει να κατατεθούν το συντομότερο· ~ δυνατόν ως το τέλος της εβδομάδας. ~ μη μόνον, παρά μόνο: Ουδείς είναι σε θέση να το βεβαιώσει ~ μη μόνον ο ειδικός.
[λόγ. < αρχ. εἰ]
- ειδάλλως [iδálos] & ειδαλλιώς [iδa
ós] επίρρ. τροπ. : συνήθ. ως εισαγωγική λέξη η οποία εκφράζει βραχυλογικά υπόθεση με νόημα αντίθετο προς το νόημα της προηγούμενης πρότασης· αλλιώς, διαφορετικά: Aν μπορείς, έλα στις πέντε· ~ θα ιδωθούμε το βράδυ, αν δεν μπορείς Aν το χρειάζεσαι, κράτησέ το· ~ να το πάρω, αλλιώς, να το πάρω. Πρέπει να τον βοηθήσεις, ~ τι φίλος είσαι. || με την έννοια απειλής: Nα ετοιμαστείτε γρήγορα ειδαλλιώς [ειδαλλιώς: μσν. ειδέ `σε περίπτωση που, αλλιώς΄ (< αρχ φρ. εἰ δέ) με “πλεοναστική” προσθήκη του αλλιώς για έμφαση και αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ.· ειδάλλως: λόγ. επίδρ. στο ειδαλλιώς κατά το λαϊκό αλλιώς - λόγ. άλλως]
- ειδεμή [iδemí] επίρρ. τροπ. : συνήθ. ως εισαγωγική λέξη η οποία, συχνά με την έννοια απειλής, εκφράζει βραχυλογικά υπόθεση με νόημα αντίθετο προς το νόημα της πρότασης που προηγείται· ειδάλλως, αλλιώς: Tέλειωσε γρήγορα τα μαθήματά σου, ~ δεν έχει βόλτα, γιατί αλλιώς δεν έχει
[λόγ. < αρχ. φρ. εἰ δέ μή]
- ειδεχθής -ής -ές [iδexθís] Ε10 : (λόγ.) ως χαρακτηρισμός ενέργειας που μας προκαλεί ένα ιδιαίτερα έντονο συναίσθημα αποστροφής, απέχθειας: ~ πράξη. Ειδεχθές / ιδιαζόντως ειδεχθές έγκλημα. || (για πρόσ.): ~ δολοφόνος.
[λόγ. < ελνστ. εἰδεχθής]
- ειδή η [iδí] Ο29α : (λαϊκότρ., λογοτ.) η όψη ή η έκφραση του προσώπου: Aνθρώπινη / θεϊκιά / αγγελική / χλωμή / σεβάσμια / άγρια ~.
[αρχ. εrδος `ανθρώπινη μορφή΄ με επίδρ. της λ. μορφή]
- ειδήμονας ο [iδímonas] Ο5 : αυτός που γνωρίζει κτ. (επιστήμη, τέχνη κτλ.) καλά· ειδήμων.
[λόγ. < ελνστ. εἰδήμων, αιτ. -ονα]
- ειδημοσύνη η [iδimosíni] Ο30 : (λόγ.) η ιδιότητα του ειδήμονος.
[λόγ. ειδημ(ων) -οσύνη]
- ειδήμων ο [iδímon] θηλ. ειδήμων [iδímon] Ο : (λόγ.) αυτός που γνωρίζει κτ. (επιστήμη, τέχνη κτλ.) καλά· ειδήμονας: Παριστάνουν σε όλα τους ειδήμονες. Mίλησε με ύφος ειδήμονος. Zήτησαν τη γνώμη των ειδημόνων.
[λόγ. < ελνστ. εἰδήμων· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ειδησεογραφία η [iδiseoγrafía] Ο25 : α.τομέας της δημοσιογραφίας που αφορά τη συλλογή, επεξεργασία και μετάδοση ειδήσεων. β. το σύνολο των ειδήσεων που αναγράφονται σε εφημερίδα ή περιοδικό, ή που μεταδίδονται από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση: Aντικειμενική / πλούσια / πολιτική / καλλιτεχνική ~. Σελίδες ειδησεογραφίας.
[λόγ. ειδησε- (είδησις) -ο- + -γραφία κατά το δημοσιογραφία]
- ειδησεογραφικός -ή -ό [iδiseoγrafikós] Ε1 : που αφορά την ειδησεογραφία: Ειδησεογραφική δεοντολογία. Ειδησεογραφικό πρακτορείο, πρακτορείο ειδήσεων.
[λόγ. ειδησεογραφ(ία) -ικός]