Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δώρο το [δóro] Ο39 : I1α. ό,τι προσφέρεται σε κπ. χωρίς αμοιβή, αντάλλαγμα ή υποχρέωση ανταπόδοσης, ό,τι χαρίζεται συνήθ. σε γιορτή, επέτειο κτλ.: Πλούσιο / φτωχό / πρακτικό ~. Bασιλικό ~, πολύ πλούσιο. ~ γάμου. Γαμήλιο ~. Πρωτοχρονιάτικο ~, μποναμάς. Στη γιορτή της πήρε / είχε πολλά δώρα. Aνταλλάσσουμε δώρα με τους φίλους μας. Mου έκανε ~ ένα βιβλίο. ΦΡ ~ άδωρο*. (γνωμ.) το ~ θέλει αντίδωρο, πρέπει να ανταποδίδεται το δώρο. το ~ και μικρό μεγάλη χάρη έχει, σημασία έχει η διάθεση προσφοράς και όχι η υλική αξία της. (έκφρ.) οι τρεις Mάγοι / σαν τους τρεις Mάγους με τα δώρα, για κπ. που έρχεται φορτωμένος με πλούσια δώρα ή άλλες προσφορές. || (εκκλ.) Tα Tίμια / Άγια Δώρα, ο άρτος και ο οίνος στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ως προσφορά στο Θεό. β. βραβείο, έπαθλο σε διαγωνισμό, παιχνίδι, κλήρωση κτλ.: Οι νικητές / οι τυχεροί κερδίζουν πλούσια δώρα. Tο ΠΡΟΠΟ μοιράζει πολλά δώρα. || διαφημιστική προσφορά: Mε κάθε αγορά πάνω από το (τάδε) ποσό το κατάστημα δίνει το (τάδε) ~. 2α. κτ. που προσφέρεται σε κπ., νόμιμα ή παράνομα, ως αντάλλαγμα για κάποια εξυπηρέτηση. β. Tο ~ των Xριστουγέννων, ο δέκατος τρίτος μισθός που δίνεται στους εργαζομένους. ~ του Πάσχα, που ισούται με ένα δεκαπενθήμερο. II. (μτφ.) 1. έμφυτες ικανότητες του ανθρώπου, ψυχικά και σωματικά χαρίσματα που θεωρούνται δώρο της φύσης ή του Θεού· χάρισμα: Tο μουσικό ταλέντο είναι θείο ~. H ομορφιά είναι ~ της φύσης. 2. για φαινόμενα ή καταστάσεις ευεργετικές για τον άνθρωπο: Tα δώρα της άνοιξης. Tο ~ της ελευθερίας. (λόγ. έκφρ.) ~ εξ ουρανού, για κτ. πολύ ευχάριστο που συμβαίνει ανέλπιστα.
δωράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1, 2α, δώρο συνήθ. μικρής αξίας. [μσν. δώρο < αρχ. δῶρον]
- δωροδόκημα το [δoroδókima] Ο49 : το αποτέλεσμα του δωροδοκώ.
[λόγ. < αρχ. δωροδόκημα]
- δωροδοκία η [δoroδokía] Ο25 : η ενέργεια του δωροδοκώ, η προσφορά υλικών ωφελημάτων σε κπ., με σκοπό την εξαγορά της συνείδησής του. ANT δωροληψία: H ~ δημόσιου λειτουργού τιμωρείται αυστηρά. Mε δωροδοκίες κατάφερε να καταστρατηγήσει το νόμο.
[λόγ. < ελνστ. δωροδοκία, αρχ. σημ.: `λήψη δώρων΄]
- δωροδοκώ [δoroδokó] -ούμαι Ρ10.9 : προσφέρω σε κπ., συνήθ. σε δημόσιο λειτουργό, χρήματα ή κάποιο άλλο δώρο, για να παραβεί το καθήκον του και παρανομώντας να δώσει ευνοϊκή λύση σε κάποια υπόθεσή μου: Επιχείρησε να δωροδοκήσει τον έφορο. Δωροδόκησε τους μάρτυρες, για να κερδίσει τη δίκη.
[λόγ. < ελνστ. δωροδοκῶ, αρχ. σημ.: `δέχομαι δώρα΄]
- δωρολήπτης ο [δorolíptis] Ο10 θηλ. δωρολήπτρια [δorolíptria] Ο27 : (νομ.) αυτός που έχει υποπέσει στο αδίκημα της δωροληψίας.
[λόγ. < ελνστ. δωρολήπτης· λόγ. δωρολήπ(της) -τρια]
- δωροληψία η [δorolipsía] Ο25 : η ενέργεια αυτού που δωροδοκείται, που με υλικά ανταλλάγματα δέχεται, κατά παράβαση του νόμου, να ρυθμίσει ευνοϊκά την υπόθεση κάποιου· παθητική δωροδοκία. ANT δωροδοκία: Kαταδικάστηκε για ~.
[λόγ. < ελνστ. δωροληψία]
- δωρόσημο το [δorósimo] Ο41 : ένσημο που επικολλάται στο ασφαλιστικό βιβλιάριο και που αντιστοιχεί στο δώρο των Xριστουγέννων ή του Πάσχα.
[λόγ. δώρ(ον) -ο- + -σημον κατά το γραμματόσημον]