Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δόλιος 1 -α -ο [δólios] Ε6 : α. για κπ. που τον χαρακτηρίζει η κακή πίστη και η διάθεση να ζημιώσει με ύπουλο τρόπο κπ. άλλον: ~ άνθρωπος. || Δόλια χείλη. β. για εκδηλώσεις, ενέργειες δόλιου ανθρώπου: ~ σκοπός / τρόπος. || (νομ.) Δόλια χρεοκοπία.
δόλια & (λόγ.) δολίως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. δόλιος· λόγ. < ελνστ. δολίως]
- δόλιος 2 -α -ο [δólos] Ε4 : (συναισθ.) όταν αναφερόμαστε σε κπ. που βασανίζεται ή ταλαιπωρείται, και για να εκφράσουμε τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας· κακομοίρης, καημένος: H δόλια η μάνα μου / η πατρίδα μας. Tο δόλιο το πουλάκι. H δόλια μου καρδιά. Aχ, τι έπαθα ο ~ !
[μσν. δόλιος (στη σημερ. σημ.) < αρχ. δόλιος (δες δόλιος 1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]