Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δρεπάνι
1 εγγραφή
δρεπάνι το [δrepáni] Ο44 : γεωργικό εργαλείο που αποτελείται από μία κοντή ξύλινη λαβή, όπου είναι προσαρμοσμένη μία στενή και ημικυκλική ατσάλινη λεπίδα, και που το χρησιμοποιούν, κρατώντας το με το ένα χέρι, για να κόβουν δημητριακά ή χόρτα. || εργαλείο παρόμοιο με το παραπάνω, με μακριά λαβή και με ίσια λεπίδα που το κρατά ο θεριστής με τα δύο του χέρια και σε όρθια στάση. || ως σύμβολο: Tο σφυρί* και το ~. Tο ~ του χάρου, ο θάνατος που θερίζει ζωές.

[μσν. δρεπάνι(ν) < ελνστ. δρεπάνιον υποκορ. του αρχ. δρέπανον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες