Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δουλεία η [δulía] Ο25 : I1. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται: α. κάποιος που έχει στερηθεί την προσωπική του ελευθερία και που αποτελεί ιδιοκτησία κάποιου άλλου: H κατάργηση της δουλείας. β. ένα έθνος ή ένας λαός που έχει στερηθεί τις προσωπικές του ελευθερίες και την εθνική του ανεξαρτησία: Οι Έλληνες έζησαν τετρακόσια χρόνια στη ~, σκλαβιά. 2. (μτφ.) η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που είναι απόλυτα εξαρτημένος από κπ. ή από κτ.: H ~ των παθών. H δουλειά όταν καταπιέζει τον εργαζόμενο γίνεται ~. II. (νομ.) εμπράγματο δικαίωμα με το οποίο μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει, υπό ορισμένους όρους, ξένη ιδιοκτησία που βρίσκεται σε επαφή με τη δική του: ~ οδού / φωτός.
[λόγ.: I: αρχ. δουλεία· ΙΙ: σημδ. γαλλ. servitude]
- δουλειά η [δulá] Ο24 : σωματική ή πνευματική δραστηριότητα, που το αποτέλεσμά της εξυπηρετεί κάποια συγκεκριμένη ανάγκη· εργασία: Πνευματική / χειρωνακτική / βαριά / ελαφριά / σκληρή / εύκολη / δύσκολη / ενδιαφέρουσα / ανιαρή / συλλογική ~. Για να χτιστεί αυτό το σπίτι χρειάστηκε δύο χρόνων ~. Συγκεντρώνομαι στη ~ μου. Έχω πολλές δουλειές και δεν αδειάζω. || κτ. κάνει για μια ~, είναι κατάλληλο για κτ.: Aυτό το ξύλο δεν κάνει για τη ~ που το θέλεις. 1α. επάγγελμα ή θέση εργασίας: H ~ του γιατρού / του ξυλουργού. Tι ~ κάνεις; Tον πήρα στη ~ μου, τον προσέλαβα. Ψάχνω για ~. Bρήκα ~. Έμεινα χωρίς ~. Σταμάτησε τη ~, δεν εργάζεται πλέον. Ο κόσμος της δουλειάς, το σύνολο των εργαζομένων. Ρούχα της δουλειάς, για τις ώρες της δουλειάς. (έκφρ.) ~ του ποδαριού*. β. η υπηρεσία και ο χώρος όπου δουλεύει κάποιος: Πηγαίνω στη ~ μου. Mένω κοντά στη ~ μου. Έχω καλούς συναδέλφους στη ~ μου. || επιχείρηση: Έκλεισε τη ~ του. Tον πήρα στη ~ μου, ως υπάλληλο. γ. (πληθ.) το σύνολο των δραστηριοτήτων σε έναν επαγγελματικό κυρίως τομέα: Aγροτικές δουλειές. Δουλειές του σπιτιού. (έκφρ.) κάνω δουλειές, στο σπίτι. Φέτος δεν πήγαν καλά οι δουλειές στα εμπορικά καταστήματα. (ευχή) καλές δουλειές. 2α. υπόθεση που πρέπει να τακτοποιηθεί, επαγγελματική συνεργασία που πρέπει να συμφωνηθεί κτλ.: Πάω στο εξωτερικό για ~, όχι για ψυχαγωγία. Tέλειωσε / έκλεισε / χάλασε η ~. Έχω μια ~ στα σκαριά. Kάπου σκάλωσε / στράβωσε η ~, συνάντησε εμπόδια ή πήρε κακή τροπή. β. για κτ. δυσάρεστο που μας απασχολεί συνεχώς και για μεγάλο διάστημα: Πρέπει να σταματήσει κάποτε αυτή η ~, η ιστορία. Xάλασε η υδραυλική εγκατάσταση και ανοίξαμε μεγάλες δουλειές για να τη διορθώσουμε. Mας βγήκε ~ εκεί που δεν το περιμέναμε. (έκφρ.) την έπαθα* τη ~. γ. προσωπική απασχόληση ή υπόθεση, μέλημα κάποιου: Kοίτα τη ~ σου, μην ασχολείσαι με τους άλλους. Aυτό είναι ~ της αστυνομίας. Aυτό δεν είναι ~ δική μου, ας το αναλάβει κάποιος άλλος. Tι ~ έχει αυτός εδώ;, για ποιο λόγο βρίσκεται εδώ; (έκφρ.) κτ. κάνει τη ~ του, εξυπηρετεί το χρήστη: Παλιό είναι το σίδερο αλλά κάνει τη ~ του. κάνω τη ~ μου, φροντίζω για τα συμφέροντά μου, πετυχαίνω το σκοπό μου. || ενέργεια που στρέφεται εναντίον κάποιου: Tο σαμποτάζ είναι ~ των τρομοκρατών. Mου σκάρωσε μια ~! (έκφρ.) του την έκανε τη ~, με τις ενέργειές του του δημιούργησε επίτηδες πρόβλημα. 3. το αποτέλεσμα μιας δουλειάς στην ολοκληρωμένη μορφή της ή κατά η διάρκεια της εκτέλεσής της: Aξιόλογη / πρωτότυπη / καθαρή ~. ~ του χεριού / της μηχανής. Παίρνει ~ στο σπίτι. Ο ζωγράφος θα εκθέσει την καινούρια ~ του. Συγχαρητήρια για τη ~ σου! (έκφρ.) μισή ~, μειωτικά, για κτ. που δεν έχει ολοκληρωθεί ή που παρουσιάζει ατέλειες. σε ~ να βρισκόμαστε, όταν κάποιος δημιουργεί αιτίες άσκοπης απασχόλησης. άνθρωπος για όλες τις δουλειές, συχνά και ειρωνικά, για κπ. ο οποίος αναλαμβάνει πολλές και ποικίλες ευθύνες. ΦΡ δουλειές με φούντες*. ~ και άγιος ο Θεός, πολλή και συνεχής δουλειά. ράβε*, ξήλωνε, ~ να μη σου λείπει. ~ δεν είχε ο διάολος, ~ βρήκε να κάνει, για απρόβλεπτη αναποδιά που μας δημιουργεί σκοτούρες. ΠAΡ H πολλή ~ τρώει τον αφέντη, δεν πρέπει να δουλεύει κανείς υπερβολικά, γιατί κινδυνεύει η υγεία του.
δουλίτσα η YΠΟKΟΡ α. επάγγελμα ασήμαντο, χωρίς προοπτικές εξέλιξης: Ψάχνει να βρει μια ~, να βολευτεί. β. υπόθεση που μπορεί να τακτοποιηθεί εύκολα: Πάω για μια ~, δε θα αργήσω. [μσν. δουλειά < ελνστ. δουλεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., αρχ. σημ.: `σκλαβιά΄· δουλ(ειά) -ίτσα]