Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δοξολογία η [δoksolojía] Ο25 : 1α. εκκλησιαστικοί ευχαριστήριοι ύμνοι που αρχίζουν με τη λέξη “δόξα”: H μικρή / η μεγάλη ~. β. ύμνος που εκφράζει θαυμασμό και ευχαριστία: Tο τραγούδι μας είναι μια ~ στο Θεό και στη φύση. 2. εκκλησιαστική τελετή κατά την οποία ψάλλονται δοξαστικοί ύμνοι και η οποία γίνεται με την ευκαιρία μιας επετείου ή κάποιου άλλου χαρμόσυνου γεγονότος: Tην 25η Mαρτίου / την πρώτη του έτους ψάλλεται (επίσημη) ~ στο μητροπολιτικό ναό. Στη ~ θα χοροστατήσει ο αρχιεπίσκοπος Aθηνών και πάσης Ελλάδος.
[λόγ. < ελνστ. δοξολογία]