Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διόλου
1 εγγραφή
διόλουlu & δjólu] επίρρ. ποσ. : πάντα σε αρνητική πρόταση· δηλώνει απόλυτη άρνηση ή έλλειψη· καθόλου: ~ δεν ξεκουράστηκα αυτές τις μέρες. Δεν είναι ~ αργά. Δεν έχω ~ λεφτά / καιρό / διάθεση. Δεν ήταν ~ πρόθυμος να βοηθήσει. ~ δε με νοιάζει. Δεν ξέρει ~ ελληνικά.

[λόγ. < μσν. διόλου `καθόλου΄, επιτατ. της άρν. διόλου οὐκ με παράλ. του οὐκ, αρχ. διόλου `εντελώς΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες