Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διχοστασία
1 εγγραφή
διχοστασία η [δixostasía] Ο25 : (λόγ.) 1. διχογνωμία. 2. αμφιβολία που δημιουργεί δίλημμα.

[λόγ. < αρχ. διχοστασία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες