Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διοικητής ο [δiikitís] Ο7 : αυτός που διοικεί, που βρίσκεται επικεφαλής της διοίκησης: Είναι ~ σε τράπεζα. ~ του ΟTΕ / της ΔΕH. Πολιτικός ~ του Aγίου Όρους. || (ειδικότ., στρατ.) διοικητής στρατιωτικής μονάδας: ~ στρατιάς / σώματος στρατού / μεραρχίας / ταξιαρχίας / τάγματος / επιλαρχίας / λόχου / ίλης. Zήτησα τρεις μέρες άδεια από το διοικητή.
[λόγ. < ελνστ. διοικητής]