Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δικογραφία η [δikoγrafía] Ο25 : σύνολο εγγράφων που αφορούν μια δικαστική υπόθεση: Σχηματίστηκε ~ εις βάρος του κατηγορουμένου. Ο ανακριτής μελέτησε τη ~.
[λόγ. δικόγραφ(ον) -ία (διαφ. το αρχ. δικογραφία `σύνθεση δικανικών λόγων΄)]
- δικόγραφο το [δikóγrafo] Ο42 : έγγραφο με το οποίο γίνεται μια δικαστική πράξη.
[λόγ. δίκ(η) -ο- + -γραφον, ουδ. του -γραφος]
- δικολαβία η [δikolavía] Ο25 : η ιδιότητα του δικολάβου.
[λόγ. δικολάβ(ος) -ία]
- δικολαβισμός ο [δikolavizmós] Ο17 : τρόπος συζήτησης με σοφιστικά και κακόπιστα επιχειρήματα. || σοφιστικό και κακόπιστο επιχείρημα: Άσε τους δικολαβισμούς.
[λόγ. δικολάβ(ος) -ισμός]
- δικολαβίστικος -η -ο [δikolavístikos] Ε5 : που χαρακτηρίζει το δικολάβο, που του ταιριάζει: Δικολαβίστικο επιχείρημα.
δικολαβίστικα ΕΠIΡΡ. [δικολάβ(ος) -ίστικος]
- δικολάβος ο [δikolávos] Ο18 : 1. πρακτικός δικηγόρος που ασκούσε το επάγγελμά του μόνο στα κατώτερα δικαστήρια. 2. (μειωτ.) χαρακτηρισμός δικηγόρου που δεν έχει καλή επιστημονική κατάρτιση και που χρησιμοποιεί σοφιστικά επιχειρήματα, χωρίς επιστημονική βάση.
[λόγ. < μσν. δικολάβος `που αναλαμβάνει διεξαγωγή δίκης΄ < δίκ(η) -ο- + -λάβος (θ. συγγ. του ρ. λαμβάνω) κατά το εργολάβος]
- δικομανής -ής -ές [δikomanís] Ε10 : για κπ. που έχει δικομανία.
[λόγ. δίκ(η) -ο- + -μανής]
- δικομανία η [δikomanía] Ο25 : η τάση που χαρακτηρίζει κπ., να προσφεύγει στα δικαστήρια για να λύσει και την πιο ασήμαντη διαφορά που έχει με κπ. άλλον.
[λόγ. δικομαν(ής) -ία]
- δικομματικός -ή -ό [δikomatikós] Ε1 : που έχει σχέση με δύο κόμματα: Δικομματικό σύστημα, που στηρίζεται στην εναλλαγή δύο μόνο κομμάτων στην εξουσία, αποκλείοντας τα άλλα μικρότερα.
δικομματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. δι- 1 + κομματικός μτφρδ. γαλλ. biparti ή αγγλ. bipartisan]
- δικομματισμός ο [δikomatizmós] Ο17 : η εναλλαγή δύο μόνο κομμάτων στην εξουσία, το δικομματικό σύστημα.
[λόγ. δικομματ(ικός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. bipartisme ή αγγλ. bipartisanism)]