Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διερεύνηση η [δierévnisi] Ο33 : η ενέργεια του διερευνώ, η λεπτομερής εξέταση ενός προβλήματος ή μιας κατάστασης: H ~ των συνθηκών κάτω από τις οποίες έγινε το ναυάγιο. Δικαστική ~ μιας υπόθεσης. Θα γίνει ~ των δυνατοτήτων που υπάρχουν στις ξένες αγορές. H ~ του ψυχικού βίου. || ~ εξισώσεως, θεωρητική εξέταση των όρων της εξισώσεως και των δυνατών λύσεων.
[λόγ. < ελνστ. διερεύνη(σις) -ση]