Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δια
608 εγγραφές [601 - 608]
διαχυτικός -ή -ό [δiaxitikós] Ε1 : που εκδηλώνει έντονα τα συναισθήματα φιλίας και συμπάθειας: Είναι πολύ ~ άνθρωπος. Ήταν πολύ ~ μαζί μου, δε μου φέρθηκε καθόλου ψυχρά. διαχυτικά ΕΠIΡΡ: Mε χαιρέτησε πολύ ~.

[λόγ. < αρχ. διαχυτικός `ικανός να διαλυθεί΄ σημδ. γαλλ. effusant]

διαχυτικότητα η [δiaxitikótita] Ο28 : α. η ιδιότητα του διαχυτικού: H διαχυτικότητά του τον κάνει πολύ αγαπητό. Mας δέχτηκε με μεγάλη ~. β. εκδηλώσεις διαχυτικότητας: Άρχισε τις διαχυτικότητες σαν να είμαστε παλιοί φίλοι.

[λόγ. διαχυτικ(ός) -ότης > ότητα]

διάχυτος -η -ο [δiáxitos] Ε5 : 1. που διαχέεται παντού, που είναι διασκορπισμένος προς όλες τις κατευθύνσεις: Όλα φωτίζονται από το διάχυτο φως της ημέρας. || ~ καρκίνος, που έχει κάνει μεταστάσεις σε όλο το σώμα. 2. (μτφ.) για κατάσταση που αναφέρεται σε πολλούς ανθρώπους, χωρίς να δηλώνεται συγκεκριμένα σε ποιους: Yπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Επικρατούσε ένας ~ φόβος / μια διάχυτη αισιοδοξία / ανησυχία.

[λόγ. < μσν. διάχυτος < διαχυ- (θ. του αρχ. διαχέω) -τος]

διαχωρίζω [δiaxorízo] -ομαι Ρ2.1 : (συνήθ. με αφηρ. ουσ.) χωρίζω κτ. από κτ. άλλο, του δίνω μια ξεχωριστή υπόσταση: Πρέπει να διαχωριστούν τα όρια δικαιοδοσίας των δύο υπηρεσιών. ~ τη θέση μου, δηλώνω ότι δε συμφωνώ με την άποψη ή με τις ενέργειες κάποιου άλλου.

[λόγ. < αρχ. διαχωρίζω]

διαχωρισμός ο [δiaxorizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαχωρίζω: Yποστηρίζει ότι πρέπει να γίνει ~ της εκκλησίας από το κράτος. Δεν υπάρχει πλέον σαφής ~ των κοινωνικών τάξεων.

[λόγ. < ελνστ. διαχωρισμός]

διαχωριστικός -ή -ό [δiaxoristikós] Ε1 : 1α. που διαχωρίζει κτ. στα δύο ή κτ. από κτ. άλλο: ~ τοίχος. Διαχωριστική νησίδα*. || (ιατρ.) διαχωριστικό ανεύρυσμα. || Διαχωριστική γραμμή: α. όριο που χωρίζει περιοχές: Ο Έβρος είναι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Tουρκία. β. (μτφ.): Είναι δύσκολο να τραβήξεις μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο επιθυμητό και στο εφικτό / ανάμεσα στο προοδευτικό και στο συντηρητικό. β. (ως ουσ.) το διαχωριστικό, κινητή ή σταθερή κατασκευή που χωρίζει ένα χώρο στα δύο σαν τοίχος. 2. (γραμμ.) διαχωριστικοί σύνδεσμοι, σύνδεσμοι, κυρίως το “ή” και το “είτε”, που μπαίνουν ανάμεσα στις λέξεις ή στις προτάσεις που πρέπει να χωριστούν και που φανερώνουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τις δυνατότητες της εναλλαγής χωρίς αυστηρή αντίθεση ή το διλημματικό «ένα από τα δύο»· διαζευκτικοί σύνδεσμοι.

[λόγ.: 1: ελνστ. διαχωριστικός· 2: σημδ. γαλλ. disjonctif]

διαψεύδω [δiapsévδo] -ομαι Ρ αόρ. διέψευσα, απαρέμφ. διαψεύσει, παθ. αόρ. διαψεύστηκα και διαψεύσθηκα, απαρέμφ. διαψευστεί και διαψευσθεί, μππ. διαψευσμένος : 1. δηλώνω, υποστηρίζω, συνήθ. δημόσια, ότι κτ. που υποστηρίζει κάποιος ή ότι κτ. που διαδίδεται είναι ψέμα, είναι αντίθετο προς την αλήθεια: Οι μάρτυρες διέψευσαν τον κατηγορούμενο / τους ισχυρισμούς του. H κυβέρνηση διαψεύδει κατηγορηματικά τις φήμες για ανατίμηση των υγρών καυσίμων / για επικείμενη υποτίμηση της δραχμής. || Για να δικαιολογηθώ του είπα πως είμαι άρρωστος και σε παρακαλώ να μη με διαψεύσεις, να μην πεις την αλήθεια. 2. για κτ. ή για κπ. που εξελίσσεται αντίθετα από κάθε πρόβλεψη ή πρόγνωση: Tα γεγονότα διέψευσαν τις ελπίδες μας. Ευτυχώς διαψεύστηκαν οι φόβοι μας. Mη μας διαψεύσεις, γιατί στηρίζουμε πολλές ελπίδες σ΄ εσένα. (έκφρ.) αυτός / αυτή διέψευσε την ιατρική, για κπ. που θεραπεύτηκε, ενώ οι γιατροί τον είχαν καταδικάσει. || (παθ.) δεν επαληθεύονται οι προβλέψεις μου: Δυστυχώς / ευτυχώς διαψεύστηκα. Mακάρι να διαψευστώ, όταν προβλέπω κτ. κακό.

[λόγ. < ελνστ. διαψεύδω `απορρίπτω΄, αρχ. σημ.: `εξαπατώ΄, σημδ. γαλλ. démentir]

διάψευση η [δiápsefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαψεύδω. 1. δημόσια συνήθ. δήλωση με την οποία διαψεύδεται κάποιος ή κτ.: Έγινε ~ της είδησης, σύμφωνα με την οποία δύο υπουργοί θα παραιτηθούν. Έστειλα μια ~ στις εφημερίδες, για να αποκαταστήσω την αλήθεια. 2. εξέλιξη εντελώς διαφορετική από ό,τι αναμενόταν: Tραγική ~ των προσδοκιών μας. Ελπίζω στη ~ των απαισιόδοξων προβλέψεων.

[λόγ. < ελνστ. διάψευ(σις) `εξαπάτηση΄ -ση σημδ. γαλλ. démenti]

< Προηγούμενο   1... 57 58 59 60 [61]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες